Φέαρφιλντ Έντουαρντ Edward D Fairfield

Image

Ανώτερος Άγγλος υπάλληλος του υπουργείου Αποικιών, ο οποίος κατά τη διάρκεια του 1880 είχε ευθύνη για τις κυπριακές υποθέσεις. Από τη μελέτη και διεκπεραίωση των εγγράφων που αφορούσαν τη διοίκηση της Κύπρου καθώς επίσης και από προσωπική επίσκεψη που πραγματοποίησε κατόπιν οδηγιών του υπουργού Αποικιών Κίμπερλυ* το φθινόπωρο του 1881 στην Κύπρο, κατέστη ειδικός για θέματα που αφορούσαν την Κύπρο και η γνώμη του για τη λήψη αποφάσεων εθεωρείτο βαρύνουσα.

 

Η Κύπρος εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του υπουργείου Αποικιών τον Δεκέμβριο του 1880, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον φιλελεύθερο πολιτικό Γλάδστωνα. Οι φιλελεύθεροι είχαν επικρίνει σφοδρά τους συντηρητικούς και τον αρχηγό τους Ντισραέλι* για την ανατολική του πολιτική που κατέληξε στην υπογραφή της αγγλοτουρκικής σύμβασης της 4.6.1878 και στην κατάληψη της Κύπρου, θεωρώντας πολύ βαρείς τους όρους για την Αγγλία και ακατάλληλη την Κύπρο για τους σκοπούς που πρόβαλε ο Ντισραέλι για την κατάληψή της. Τις επικρίσεις των φιλελευθέρων κατά των συντηρητικών επέτειναν καταγγελίες Κυπρίων για σκληρή διακυβέρνηση από την αγγλική διοίκηση του νησιού (βλέπε λήμμα Κυπριανός επίσκοπος Κιτίου), η κακή οικονομική κατάσταση της Κύπρου και των δημόσιων οικονομικών και η αδυναμία της τοπικής διοίκησης να καλύπτει από τον κυπριακό προϋπολογισμό τα έξοδα διακυβέρνησης και την πληρωμή του λεγόμενου «υποτελικού φόρου» προς τον σουλτάνο (£92.800), χωρίς να αναγκάζεται να απευθύνεται στην αγγλική Βουλή για την ψήφιση χορηγίας (grant-in-aid) προς ενίσχυση του κυπριακού προϋπολογισμού.

 

Με την άνοδο των φιλελευθέρων στην εξουσία ο πρωθυπουργός Γλάδστων και ο υπουργός Αποικιών Κίμπερλυ προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος, ώστε σταδιακά να σταματήσει η ανάγκη προσφυγής στην αγγλική Βουλή για ψήφιση χορηγιών. Προς τον σκοπό αυτό έστειλαν στην Κύπρο το φθινόπωρο του 1881 τον Φέαρφιλντ, για να μελετήσει την κατάσταση και να υποβάλει έκθεση. Ο Φέαρφιλντ συναντήθηκε στην Κύπρο και συνεργάστηκε στενά με τον ύπατο αρμοστή Ρ. Μπίνταλφ* και άλλους ανώτερους αξιωματούχους (διοικητές επαρχιών, αρχιγραμματέα, αρχιλογιστή κλπ.). Ταξίδεψε επίσης σε διάφορα μέρη του νησιού και σχημάτισε προσωπική αντίληψη, και γνώρισε Κυπρίους, Έλληνες και Μουσουλμάνους, επισήμους και απλούς ανθρώπους. Εντυπωσιάστηκε από την ευρύτητα διάδοσης της ελληνικής γλώσσας σ' ολόκληρη την Κύπρο και μεταξύ των Μουσουλμάνων, ώστε να σημειώσει στην έκθεσή του, που υπέβαλε το 1882, ότι «η ελληνική δίνει τα μέσα επικοινωνίας με 9 ανθρώπους στους 10, αν όχι 19 στους 20, ενώ η τουρκική δεν θα έδινε τα μέσα επικοινωνίας με περισσότερους από 2 στους 10 αν όχι τόσους» (883/3 Mediterranean, no. 5, June 1882, σ. 83).

 

Ο Φέαρφιλντ κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο είδε επί τόπου και εξέτασε τα προβλήματα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, του εμπορίου κλπ. και αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε πια κανένα περιθώριο για περαιτέρω αύξηση της φορολογίας. Δεν έμενε τίποτε αφορολόγητο στην Κύπρο από την εποχή της Τουρκοκρατίας και οι Άγγλοι είχαν διατηρήσει τη φορολογία κάνοντας επί πλέον πιο συστηματική τη συλλογή της. Εκείνο που εισηγήθηκε ήταν, εφόσον ελάφρυνση της φορολογίας δεν μπορούσε να γίνει υπό τις περιστάσεις, να γίνουν μικρές μόνο τροποποιήσεις του φορολογικού συστήματος. Ούτε και ήταν εύκολο να γίνουν σύντομα μεγάλες επενδύσεις από διάφορους ιδιωτικούς οίκους ή από την κυβέρνηση σε μεγάλα παραγωγικά έργα, όπως για την κατασκευή σιδηροδρόμου, αρδευτικών καναλιών, δημόσιων έργων ή για την ίδρυση αγροτικής τράπεζας, ώστε να δραστηριοποιηθεί η οικονομία του νησιού και να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά.

 

Η εισήγηση του Φέαρφιλντ, που τελικά έγινε αποδεκτή από το υπουργείο Αποικιών και εφαρμόστηκε στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν η λεγόμενη πολιτική της «αργής προόδου». Ο Φέαρφιλντ υπολόγισε ότι για μια σχετικά ικανοποιητική λειτουργία της διοίκησης της Κύπρου η ετήσια δαπάνη έπρεπε να οριστεί και να περιοριστεί για ορισμένα χρόνια γύρω στις £110.000. Μαζί με την πληρωμή του «υποτελικού φόρου» από £92.800 οι ετήσιες δαπάνες θα ήσαν γύρω στις £202.000. Τα έσοδα της διοίκησης ο Φέαρφιλντ τα υπολόγισε στις £175.000. Κατά συνέπειαν η χορηγία της Βουλής θα κυμαινόταν γύρω στις £27.000. Υπήρχε η ελπίδα ότι με την οικονομική περισυλλογή θα επιτυγχανόταν αργά, αλλά σταθερά, κάποια πρόοδος, ώστε να εκλείψουν οι βαριές συνέπειες για τις κυπριακές προσόδους και για την τύχη των κατοίκων του νησιού από τον όρο της συνθήκης για τον «υποτελικό φόρο» και κατά συνέπειαν να εκλείψει και η ανάγκη χορηγιών από την αγγλική Βουλή.

 

Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο θέμα αυτό από το υπουργείο Οικονομικών δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα διότι η Κύπρος είχε κληρονομήσει από την Τουρκοκρατία τεράστια οικονομικά και κοινωνικά (και σύντομα φάνηκαν και πολιτικά) προβλήματα, που οι Άγγλοι διοικητές, ακόμη και όσοι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προθυμία, δεν είχαν τη δυνατότητα, λόγω των συνθηκών και της πολιτικής των μητροπολιτικών κυβερνήσεων, να τα επιλύσουν.

 

Σαν ατυχής για τον κυπριακό Ελληνισμό μπορεί να θεωρηθεί η αντίθεση του Φέαρφιλντ και του ύπατου αρμοστή Μπίνταλφ στη σκέψη του υπουργού Αποικιών Κίμπερλυ για ενιαία εκλογή από ολόκληρο το εκλογικό σώμα Ελλήνων και Μουσουλμάνων βουλευτών. Αντί αυτής εισήχθη τελικά από την αγγλική κυβέρνηση η αρχή της ξεχωριστής εκλογής 9 Ελλήνων βουλευτών από τους Έλληνες και 3 Μουσουλμάνων από τους Μουσουλμάνους εκλογείς, που ήταν αρχή διαιρετική και προωθούσε την τακτική του «διαίρει και βασίλευε».