Δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1909 και πέθανε το 1981. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Λεμεσού και ακολούθησε στη συνέχεια το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Συνεργάστηκε αρχικά με την εφημερίδα Χρόνος, στην οποία έγραφε και χρονογραφήματα. Ακολούθως εργάστηκε ως συντάκτης σε διάφορες εφημερίδες: Ἡμερήσια Νέα, Καθημερινά Φύλλα, Πρωινή, Πρωία, Κυπριακός Τύπος, Νέος Κυπριακός Φύλαξ, Φῶς, Cyprus Post, Ἑσπερινή, Ἐθνική, Ἐλεύθερος Τύπος, Ἀνεξάρτητος κ.α. Από το 1951 και μέχρι τον θάνατό του, ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας Ἀλήθεια. Επίσης συνεκδότης το 1976 της εφημερίδας Σημερινή, στην οποία εργάστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Αντώνης Φαρμακίδης ήταν εκ των Ιδρυτών του Επαγγελματικού Σωματείου των δημοσιογράφων το 1937, το οποίο αποτέλεσε τον πρόδρομο της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.
Εκτός από τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε με την ποίηση, το χρονογράφημα, την πολιτική σάτιρα, κλπ., δημοσιεύοντας στις διάφορες εφημερίδες στις οποίες, εργάστηκε.
Η απαγωγή του
Στις 25ης Απριλίου 1960, λίγο πριν την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο Αντώνης Φαρμακίδης απήχθη από υποστηρικτές του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και κρατήθηκε όμηρος για 12 μέρες. Η υπόθεση αυτή απασχόλησε σοβαρά την Κοινή Γνώμη της Κύπρου.
Ο Φαρμακίδης και οι εφημερίδες στις οποίες εργαζόταν, ως αρχισυντάκτης και διευθυντής, δηλαδή η Εθνική και η εβδομαδιαία Αλήθεια είχαν ταχθεί κατά της πολιτικής Μακαρίου να υπογράψει τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Αντιπολιτευόμενη ήταν επίσης και η εφημερίδα της Λεμεσού «Χρόνος».
Ο Φαρμακίδης, 59 χρονών, κατά την ώρα της απαγωγής του βρισκόταν στο σπίτι του, στην Οδό Προδρόμου στο Στρόβολο, όπου διέμενε μόνος του αφού δεν είχε οικογένεια. Ήταν τρεις το πρωί της Δευτέρας 25 του Απρίλη 1960, όταν μόλις είχε φτάσει με το αυτοκίνητο της εφημερίδας του με τον οδηγό του. Οι δυο απαγωγείς παραμόνευαν και μόλις αυτός κατέβηκε και βρισκότανστα σκαλιά του σπιτιού του, δέχτηκε τη βίαιη επίθεσή τους. Κτυπήθηκε βάναυσα τόσο με γροθιές και άλλες μεθόδους βίας, περιλαμβανομένων και κτυπημάτων στο κεφάλι με περίστροφο που κρατούσε ο ένας των απαγωγέων. Οι απαγωγείς, που παραμόνευαν μέσα στο σπίτι αφού φρόντισαν να το διαρρήξουν, έσυραν τον Φαρμακίδη μέσα στο σπίτι, ενώ συνέχιζαν να τον κτυπούν. Άρχισε να φωνάζει, οπότε ο πιστολάς απαγωγέας τον απείλησε με εκτέλεση σε περίπτωση που θα συνέχιζε τις φωνές. (Βλέπε βίντεο από έρευνες της Αστυνομίας)
Τη σκηνή της επίθεσης κατά του Φαρμακίδη στη βεράντα είχε αντιληφθεί ο οδηγός του ενώ απομακρυνόταν. Ειδοποίησε την Αστυνομία, η οποία έφθασε σε λίγο, για να διαπιστώσει τη διάρρηξη του σπιτιού και αίματα τόσο στη βεράντα όσο και μέσα στο σπίτι. Ο Φαρμακίδης ήταν άφαντος, αφού σύρθηκε βίαια από τους απαγωγείς του σε σαλούν αυτοκίνητο με τρίτο πρόσωπο το τιμόνι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε αμέσως προς άγνωστη κατεύθυνση. Το σώμα του Φαρμακίδη ήταν τυλιγμένο σε σεντόνι. Κρατήθηκε στη συνέχεια σε κάποιο υποστατικό στο Δάλι.
Οι απαγωγείς του υπήρξαν υποστηρικτές του Μακαρίου οι οποίοι αντιδρούσαν στην σφοδρή κριτική που ασκούσε ο Αντώνης Φαρμακίδης στον Μακάριο τον οποίο τότε η αντιπολίτευση εγκαλούσε για προδοσία γιατί υπέγραψε τις συνθήκες Ζυρίχης -Λονδίνου μέσω των οποίων εγκαταλειπόταν το όραμα της Ενωσης με την Ελλάδα.
Το γεγονός της απαγωγής Φαρμακίδη συγκλόνισε την Κύπρο. Όλες οι εφημερίδες καταδίκασαν με άρθρα τους την απαγωγή, ενώ εκκλήσεις προς τους απαγωγείς να τον αφήσουν ελεύθερο απηύθυναν ο Πρόεδρος Μακάριος, ο υπουργός Εσωτερικών στην τότε μεταβατική Κυβέρνηση Τάσσος Παπαδόπουλος και η Ένωση Συντακτών. Ο δημοσιογραφικός κόσμος πραγματοποίησε επίσης 24ωρη απεργία, όπως και τα μέλη της Συντεχνίας Εργατών Τύπου και Τυπογραφείων.
Στη δήλωσή του ο Μακάριος καταδίκασε μεν την απαγωγή, βρήκε όμως και την ευκαιρία να αναφέρει ότι «μερίς του Τύπου παρεξέκλινε της καλώς νοουμένης ελευθέρας εκφράσεως», ωσάν και αυτό να συνέβαινε, δικαιολογούνταν επιθέσεις και απαγωγές ανθρώπων του Τύπου. Εξ’ άλλου, στη δήλωσή του ο Τ. Παπαδόπουλος, μίλησε για «ανεύθυνα άτομα, τα οποία διέπραξαν την κατά του κ. Φαρμακίδη επίθεσιν», τα οποία «υπό οιωνδήποτε αισθημάτων και αν κατείχοντο, ουδόλως δικαιολογούνται να λάβουν τον νόμον εις τας χείρας των και να διαπράξουν αδίκημα. Η πράξις των, πρόσθεσε, αποτελεί αδίκημα και ως τοιούτον θα τιμωρηθή». Πράγμα, όμως, που δεν έγινε ποτέ.
Η απελευθέρωση
Ο Φαρμακίδης απελευθερώθηκε ύστερα από καθοριστική παρέμβαση του Αρχηγού της ΕΟΚΑ στρατηγού Γεώργιου Γρίβα Διγενή προς τον Πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νίκο Κρανιδιώτη. Ο δημοσιογράφος Αντώνης Φαρμακίδης αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του τα χαράματα της Παρασκευής 6ης Μαΐου 1960. Τόπος απελευθέρωσης αγροτική περιοχή έξω από σπήλαιο, στην περιοχή Γερολάκκου. Τον είχαν αφήσει στο μέσο ενός χωμάτινου δρόμου, ο οποίος χρησιμοποιείτο από τα αυτοκίνητα που μετέφεραν πέτρες από τα λατομεία Γερολάκκου. Επικεφαλής της δύναμης που τον βρήκε ήταν ο Αστυνόμος Λευκωσίας Μιχαλάκης Παντελίδης, ο οποίος και τον απελευθερωσε από τα σχοινιά που ήταν δεμένος. Είχαν προηγηθεί, το προηγούμενο βράδυ δύο τηλεφωνήματα προς την Αστυνομία, το μεν πρώτο ότι ο Φαρμακίδης βρισκόταν σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Λευκωσία και το δεύτερο ότι ήταν σε λατομείο στον Γερόλακκο. Εκεί βρέθηκε πράγματι στη 1.30 το πρωί από αστυνομικούς σε άθλια κατάσταση. Μεταφέρθηκε, μετά από επιθυμία του ίδιου στο σπίτι του γαμπρού του Πάμπου Τσιμίλλη, στη Λευκωσία. Κλήθηκε γιατρός, ο οποίος και συνέστησε στον Φαρμακίδη απόλυτη ανάπαυση.
Η συγκίνηση δεν τον άφηνε να διαβάσει…
Κύριο θέμα σε παγκύπρια κλίμακα απετέλεσε το γεγονός της απελευθέρωσης, με ευρύ το αίσθημα ικανοποίησης στα διάφορα στρώματα του λαού. Παρά την αφάνταστη ταλαιπωρία του, ο Φαρμακίδης είχε τη δύναμη και τη συγκέντρωση, να γράψει το χρονικό της απαγωγής και της 12ήμερης κράτησής του και να το διαβάσει, από το κρεβάτι του πόνου προς τους συναδέλφους του δημοσιογράφους. Ήταν, μάλιστα, τόση η συγκίνηση και η εξάντλησή του, που μόλις μπήκαν οι δημοσιογράφοι, λιποθύμησε! Μέσα σε μια πολύ συγκινητική ατμόσφαιρα, σ’ ένα κατάμεστο δωμάτιο, υπό τα συνεχή φλας των φωτογράφων και διακοπτόμενος συνεχώς από τους λυγμούς του, ο Φαρμακίδης άρχισε να αφηγείται τη φοβερή του περιπέτεια. Αξύριστος και ωχρός και υπό τα βλέμματα των συναδέλφων του, οι οποίοι πολιορκούσαν το κρεβάτι του. Άρχισε να διαβάζει από τα χειρόγραφά του, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει, γι’ αυτό και την ανάγνωση ανάλαβε η αδελφή του.
Εν πρώτοις, ο Φαρμακίδης ευχαρίστησε το Θεό, που τον βοήθησε να βγει «από το βασίλειον του Άδου», όπως χαρακτήρισε τον τόπο κράτήσής του, όπου έζησε «12 συνεχείς ημέρας «ανείπωτου ψυχικού και σωματικού μαρτυρίου». Για τους απαγωγείς του ανέφερε ότι, του συμπεριφέρθηκαν σκληρά, «αλλ’ υπήρξαν συγχρόνως ιπποτικοί και τίμιοι απέναντί μου», για να προσθέσει ότι «είναι πολλοί που μπορεί από αγνότητα να φθάσουν εις τα άκρα, έστω και εις ενεργείας μη δημοκρατικάς, εις μίαν αγωνιώδη προσπάθειαν να ίδουν το έργον των, υπέρ του οποίου ηγωνίσθησαν και εθυσίασαν ζωήν, συγγενείς και σταδιοδρομίαν, να φθάνη εις κάποιον τέλος και να καρποφορή».
«Ερρίφθην επί της κεφαλής μου σινδόνι και εδέθην»…
Αναφερόμενος στις συνθήκες απαγωγής και κράτησής του, ο Φαρμακίδης τόνισε πως κρατείτο «εις εν κρησφύγετον, όπου εδοκίμασα ψυχικές αγωνίες, στερήσεις, κακουχίες, λαχτάρες και κινδύνους». «Περί την 2.30 πρωινήν της 25ης Απριλίου 1960», συνέχισε, «επέστρεψα εις την εν Στροβόλω οικίαν μου και εισήλθον δια της εμπροσθίας εισόδου. Τότε υπέστην αμέσως επίθεσιν υπό μερικών προσώπων, τα οποία είχον προφανώς κρυβή όπισθεν της θύρας. Επάλεσα μετά των επιδρομέων, διαρκούσης δε της πάλης εδέχθην κτυπήματα εις την κεφαλήν. Συνεπεία τούτων κατελήφθην εκ σκοτοδίνης και πολύ αμυδρώς ενθυμούμαι τα αμέσως επακολουθήσαντα. Έχω την εντύπωσιν, ότι ερρίφθην επί της κεφαλής μου σινδόνι και ότι εδέθην.
»Ενθυμούμαι ότι εταξίδεσα εντός αυτοκινήτου επί ημισείαν περίπου ώραν. Ακολούθως ωδηγήθην εντός αυτοκινήτου και ετοποθετήθην επί καθίσματος. Δεν γνωρίζω εάν ευρισκόμην εντός οικίας ή εντός οιουδήποτε άλλου κτηρίου. Παρέμεινον εις τον τόπον τούτον επί πολλάς ώρας. Εν συνεχεία ετοποθετήθην και πάλιν εντός αυτοκινήτου, εντός του οποίου εταξίδευον επί αρκετάς ώρας. Ακολούθως, μετεφέρθην εις το μέρος όπου ήμουν, εις το οποίον πιστεύω ότι δυνατόν να ήτο σπήλαιον, αλλά δεν είμαι βέβαιος περί τούτου. Εκρατήθην εκεί επί δέκα ή ένδεκα ημέρας, καθ’ όλον δε τον χρόνον τούτον ετρεφόμην τακτικώς δια δύο ή τρεις φοράς την ημέραν. Η τροφή η οποία μου εδίδετο δεν ήτο μαγειρευμένη, φαίνεται δε ότι παρεσκευάζετο προχείρως.
Δεμένος χειροπόδαρα για 12 μέρες!
"Την εσπέραν της προχθές, μου ελέχθη υπό δύο εκ των φυλάκων μου, ότι επρόκειτο να απολυθώ. Ετοποθετήθην εντός αυτοκινήτου, εντός του οποίου, ως πιστεύω, εταξίδευον επί αρκετάς ώρας. Το αυτοκίνητον εσταμάτησε, μου ελέχθη δε να μην φοβούμαι, ότι η Αστυνομία είχε πληροφορηθή περί της απολύσεώς μου και ότι θα με περισυνέλεγε. Ακολούθως εβοηθήθην να εξελθω του αυτοκινήτου και εγκατελείφθην εις την πλευράν του δρόμου, όπου βραδύτερον ανευρέθην υπό της Αστυνομίας. Οι βραχίονές μου εξηκολούθουν να είναι δεμένοι δια σχοινίων και οι οφθαλμοί μου καλυμένοι. Καθ’ όλην την διάρκειαν του περιορισμού μου οι βραχίονές μου ήσαν δεμένοι, οι δε οφθαλμοί μου καλυμένοι. Εστερούμουν τελείως ανέσεως, αλλά δεν έτυχον κακής μεταχειρίσεως, ούτε και υπεβλήθησαν εις εμέ ερωτήσεις ή ηπειλήθην καθ’ οιονδήποτε τρόπον. Ουδόλως γνωρίζω τους επιδρομείς ή απαγωγείς μου. Γνωρίζω μόνον ότι ούτοι ήσαν Έλληνες».
Από τις δηλώσεις Φαρμακίδη, φαίνεται καθαρά η προσπάθεια αποφυγής επίρριψης ευθυνών στους απαγωγείς του, ούτε και στους ηθικούς αυτουργούς της εναντίον του γκαγκστερικής ενέργειας. Και με το δίκαιό του, διότι αντιλαμβανόταν πέρα για πέρα, ότι ο μόνος νόμος που εφαρμοζόταν τότε στην Κύπρο, τότε ήταν εκείνος της ζούγκλας.
Αξιοσημείωτη για την απαγωγή Φαρμακίδη, ήταν και η δήλωση του Άγγλου Κυβερνήτη Χιου Φουτ, μετά την απελευθέρωση του δημοσιογράφου, σύμφωνα με την οποία: «Κατά την διάρκειαν της απουσίας του εφοβούμεθα δια την ασφάλειάν του, αλλά και δια το μέλλον της Κύπρου, εις περίπτωσιν καθ’ ην το είδος τούτο της βίας θα εσυνεχίζετο». Και, όντως, συνεχίστηκε και δεν περιορίστηκε μόνο σε ξυλοδαρμούς, καταστροφή περιουσιών και κλείσιμο αντιπολιτευόμενων εφημερίδων, αλλά και σε δολοφονίες. Περί αυτών και πολλών άλλων, όμως, επιφυλασσόμαστε.
Επιταγή 300 λιρών από τον Μακάριο
Ο απαχθείς, για λόγους ευνόητους, είπε στις δηλώσεις του, πως «όταν συνελήφθην συνέπεσε να φέρω μετ’ εμού ένα πολύ σεβαστόν ποσόν χρημάτων, το οποίον παρέμεινεν άθικτον». Η αλήθεια όμως περί αυτού, είναι ότι του αφαιρέθηκε το ποσό αυτό από τους απαγωγείς του όταν τον μετέφεραν στο Δάλι. Αυτό το μαρτύρησε ο ένας των απαγωγέων, ο οποίος μίλησε στον δημοσιογράφο και ερευνητή Νίκο Παπαναστασίου πολύ αργότερα. Η μαρτυρία του, μάλιστα, επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο γεγονός. Συγκεκριμένα:
Ο Φαρμακίδης, μήνες μετά το γεγονός της απαγωγής του, είχε βρεθεί στην Πάφο με τον Μακάριο, από τον οποίο και ζήτησε τις 300 λίρες, «αφού ήταν δικές μου», όπως του είπε, «και πρέπει να μου επιστραφούν». Αντί απάντησης, ο Μακάριος έβγαλε ένα βιβλιάριο επιταγών και εξέδωσε μιαν επιταγή για 300 λίρες στο όνομα του Φαρμακίδη. Αυτός την πήρε, αλλά δεν την εξαργύρωσε ποτέ. Την κρατούσε και την επιδείκνυε όπου δει, θυμίζοντας την απαγωγή του σε όσους την ήξεραν, ή ενημερώνοντας με κάθε λεπτομέρεια όσους δεν την γνώριζαν. Τις λεπτομέρειες αυτές τις άκουσα όχι μια φορά από τον ίδιο τον Φαρμακίδη, αναφέρει ο Νίκος Παπαναστασίου, αλλά είδα και τη συγκεκριμένη επιταγή, όταν, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 μπήκα στη δημοσιογραφία και τύχαινε να βλέπω συχνά τον Φαρμακίδη, ο οποίος τότε εξέδιδε κάθε Δευτέρα την εφημερίδα «Αλήθεια», την οποία πώλησε, χρόνια μετά, στον Φρίξο Κουλέρμο, ο οποίος την κυκλοφορεί καθημερινά μέχρι σήμερα.