Φάλεια- Faleia. Εγκαταλειμμένο χωριό της επαρχίας Πάφου, στη γεωγραφική περιφέρεια των αμπελοχωριών Λεμεσού - Πάφου, περί τα 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Πάφου.
Η Φάλια είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 540 μέτρων. Το υψόμετρο στην περιοχή της κυμαίνεται μεταξύ 450 και 570 μέτρων, το δε τοπίο της είναι διαμελισμένο από διάφορα ρυάκια που ενώνονται νοτιότερα με τον ποταμό Έζουσα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κρητίδων, μάργων και ψαμμιτών), οι άργιλοι του σχηματισμού Μονής και οι αποθέσεις του σχηματισμού των Μαμωνιών. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ασβεστούχα εδάφη και εδάφη του σχηματισμού των Μαμωνιών.
Η Φάλια δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 630 χιλιοστόμετρα. Στο χωριό, προτού εγκαταλειφθεί από τους Τουρκοκυπρίους κατοίκους του, καλλιεργούντο κυρίως τα αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών (113 εκτάρια το 1971), τα σιτηρά και τα νομευτικά φυτά.
Όσον αφορά τη κτηνοτροφία, το 1973 εκτρέφονταν από 44 Τουρκοκυπρίους κτηνοτρόφους 438 κατσίκες, 105 πρόβατα, 52 βόδια και 500 πουλερικά.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Φάλια συνδέεται στα βορειοανατολικά με το επίσης εγκαταλειμμένο χωριό Άγιος Φώτιος (περί τα 3 χμ.).
Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 134 |
1891 | 140 |
1901 | 154 |
1911 | 130 |
1921 | 126 |
1931 | 137 |
1946 | 201 |
1960 | 190 |
1973 | 247 |
2011 | 2 |
2021 | 2 |
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 οι κάτοικοι της Φάλιας εξαναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να εγκαταλείψουν το χωριό τους και να μεταφερθούν, μαζί με όλους τους άλλους Τουρκοκυπρίους των ελεύθερων περιοχών, για εγκατάσταση στις κατεχόμενες περιοχές. Η μεταφορά τους έγινε το 1975. Στις απογραφές πληθυσμού των ετών 1976 και 1982, το χωριό εξακολουθεί να είναι εγκαταλειμμένο.
Το χωριό δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές και πιθανότατα είναι δημιουργημένο αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο G. Jeffery (1918) γράφει ότι οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού αυτού θεωρούνταν απόγονοι Τσιγγάνων, ήταν μάλιστα κάπως διαφορετικοί από άλλους Τουρκοκυπρίους, τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην ενδυμασία. Την ίδια άποψη έχει, αρκετά πριν από τον G. Jeffery, κι ο Hogarth. Ωστόσο πιθανόν οι Τουρκοκύπριοι της Φάλιας να ήταν απόγονοι λινοβαμβάκων, δηλαδή εξισλαμισμένων Ελλήνων. Αναφέρεται, πάντως, ότι κάποτε το χωριό ήταν μεικτό.
Δεν είναι βέβαιο από πού προήλθε η ονομασία του χωριού, που μερικοί το γράφουν στον τύπο Φάλεια. Σύμφωνα προς μια άποψη η ονομασία του χωριού έχει ξενική προέλευση, από τη λατινική λέξη vallies (=κοιλάδα), γι’ αυτό και μερικοί πιστεύουν ότι το χωριό υφίστατο κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Ωστόσο υπάρχει και η κυπριακή λέξη φάλια (η), προερχόμενη από την ιταλική faglia, που σημαίνει την τρύπα που ανοίγεται στο έδαφος μέσα στην οποία τοποθετούνται εκρηκτικές ύλες για ανατίναξη του εδάφους (βασικά στα μεταλλεία και λατομεία). Εάν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι στην περιοχή του χωριού λειτούργησε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα λατομείο ασβεστόλιθων, τότε πιθανόν η ονομασία του χωριού να σχετίζεται με την φάλια ως τρύπα ανατίναξης. Η λέξη (στον τύπο φαλία) χρησιμοποιείτο στη μεσαιωνική Κύπρο και σημαίνει πταίσμα, παράπτωμα. Οι Τουρκοκύπριοι της Φάλιας ονόμαζαν πάντως το χωριό Gokcebel, που μπορεί να ερμηνευθεί ως «βαρύ» ή «δύσκολο βουνό». Το χωριό όμως αναφέρεται σε αγγλική έκθεση του 1880 ως Belia.
Τα διάφορα τοπωνύμια του χωριού έχουν, πάντως, ελληνικές ονομασίες: Καρβούνιν, Μούττες τους Ατούς, Παλιοεκκλησιά, Βουνάρκα κλπ.
Φάλια. Το τσιγγάνικο χωριό της Πάφου
Αν και η Φάλια είναι ταξινομημένη ως τουρκοκυπριακό χωριό, εντούτοις οι αναφορές δύο περιηγητών ανατρέπουν τα δεδομένα. Ο πρώτος περιηγητής David George Hogarth, στο βιβλίο του «Devia Cypria Notes of An Archaeological Journey in Cyprus in 1888», αναφέρει τα εξής: Το χωριό Φάλια «Στο κέντρο του βουνού κάτω από τον Άγιο Φώτιο βρίσκεται η Φάλια, οι κάτοικοι της οποίας είναι τσιγγάνικης προέλευσης, εκτός εάν η κρίση μου είναι πολύ ελαττωματική. Κανένα άλλο χωριό στην Κύπρο δεν εμφανίζει το ίδιο περίεργο είδος, που είναι ιδιαίτερα αισθητό στις γυναίκες, που παρουσιάζονται, αν και μουσουλμάνες, όχι μόνο να είναι απαλλαγμένες από το φερετζέ, αλλά να αποτείνονται και να μιλούν ανοιχτά με έναν ξένο σε παρειά ανδρών. Έχω παρατηρήσει ένα ίσο βαθμό ελευθερίας μόνο στα απομακρυσμένα μουσουλμανικά χωριά της Καρπασίας, οι κάτοικοι της οποίας σίγουρα δεν είναι τουρκικής καταγωγής. Αυτές οι κυρίες της Φάλειας φορούν επίσης μια αφθονία από χρυσά στολίδια, μοναδικά στην Κύπρο. Τα πρόσωπα τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών έχουν ακραία μελαψότητα, τα μαλλιά τους είναι κατάμαυρα, ωραία μύτη και χείλη, πολύ λαμπερά μάτια και τα αυτιά τους είναι μικρά. Υπάρχει μια μικρή ομοιότητα με τους Μαραθεύτες (κατοίκους της Μαραθάσας), που θεωρούνται από τους Κύπριους ότι είναι απόγονοι των Φοινίκων αποίκων, αλλά σε γενικές γραμμές η ομοιότητα είναι μάλλον με τον τύπο του τσιγγάνου με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι στη Δύση».
Το 1918, ένας δεύτερος περιηγητής ο George Jeffery, στο βιβλίο του «A description of the historic monuments of Cyprus. Studies in the archaeology and architecture of the island», μας πληροφορεί ότι «η Φάλια είναι ένα περίεργο χωριό του οποίου οι κάτοικοι έχουν πιστωθεί με τσιγγάνικη καταγωγή: σίγουρα φαίνονταν να έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και ενδυμασία από τους γείτονές τους κάποια λίγα χρόνια πίσω».
Πηγές: