Πολλές αρχαίες επιγραφές, προερχόμενες από διάφορες περιοχές της Κύπρου, αναφέρουν τον Θεόν Ύψιστον. Με εξαίρεση τέσσερις επιγραφές που προέρχονται από τους αρχαίους Γόλγους (κεντρική πεδιάδα της Μεσαορίας), οι άλλες προέρχονται όλες από τη νοτιοδυτική Κύπρο (περιοχές Αμαθούντος, Λεμεσού, Κουρίου, Παλαιπάφου). Επίσης, καμιά από τις επιγραφές αυτές δεν είναι αρχαιότερη του 2ου μ.Χ. αιώνα (Ρωμαϊκά χρόνια). Όλες οι επιγραφές καταγράφουν τάματα κι αφιερώσεις πιστών προς τον Θεόν Ύψιστον, χωρίς ν' αναφέρεται σε καμιά οποιαδήποτε συγκεκριμένη ονομασία του θεού που χαρακτηρίζεται ως ύψιστος.
Για παράδειγμα, σε επιγραφή από τη Λεμεσό αναγράφεται:
Δημήτρις
Θεῷ Ὑψίστῳ
εὐχήν
Σε άλλη επιγραφή από την Πάφο αναφέρεται:
Θεῷ Ὑψίστῳ, Σωζοῦς
Σε άλλη επιγραφή το τάμα προέρχεται από ένα ιερέα:
Θεῷ Ὑψίστῳ
Τρύφων ἱερεύς
εὐχήν
Σχεδόν παρόμοιες είναι κι αρκετές άλλες επιγραφές. Και τέθηκε το ζήτημα ως προς το ποιος ήταν αυτός ο Ύψιστος Θεός, που φαίνεται ότι είχε δικό του ναό στους αρχαίους Γόλγους, όπως και στην Αμαθούντα, στο Κούριον, στην περιοχή ίσως της σημερινής πόλης της Λεμεσού κλπ.
Ο μελετητής των αρχαίων κυπριακών επιγραφών Τ. Mitford φαίνεται να πιστεύει ότι οι επιγραφές αναφέρονται μάλλον στον θεό των Ιουδαίων, τον Ιεχωβά, ή ότι ήταν επιγραφές των πρώτων Χριστιανών.
Υπάρχουν όμως κι αντίθετες απόψεις, που στηρίζονται στο ότι κι άλλοι θεοί χαρακτηρίζονται κατά την Αρχαιότητα ως ύψιστοι, όπως λ.χ. ο Δίας, ο Ήλιος, ο Απόλλων, ο Σάραπις κλπ. Η άποψη του Mitford ότι οι επιγραφές είναι ιουδαϊκές αντικρούεται κι από το ότι δεν υπάρχουν σ' αυτές εβραϊκά σύμβολα, ούτε εβραϊκά ονόματα, ούτε μαρτυρείται η ύπαρξη εβραϊκών συναγωγών στα μέρη όπου βρέθηκαν. Ο ίδιος ο Mitford όμως υποστηρίζει ότι μετά την αιματηρή εξέγερση των Ιουδαίων στην Κύπρο (116 μ.Χ.) και την εκδίωξή τους από το νησί, όσοι παρέμειναν το έκαναν κρυφά, γι’ αυτό απέφευγαν και τη χρήση συμβόλων τους και τις άλλες ενδείξεις της εθνότητάς τους.
Από την άλλη, πάλι, επιγραφές που αναφέρουν τον Θεόν Ύψιστον απαντώνται (μάλιστα αρχαιότερες από τις κυπριακές) σε πολλές χώρες από την Ελλάδα μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Με βάση αυτά τα δεδομένα, μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι οι επιγραφές δεν αναφέρονται όλες σε μια συγκεκριμένη θεότητα. Ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι στα διάφορα μέρη χαρακτήριζαν ως ύψιστον τον θεό που πίστευε ο καθένας. Στη Δήλο, όπου υφίστατο κι εβραϊκή συναγωγή, οι επιγραφές που βρέθηκαν κι αφορούν τον Ύψιστον Θεόν είναι σαφές ότι υπονοούσαν τον θεό των Εβραίων. Σε άλλα μέρη, ως Ύψιστος Θεός μπορεί να ήταν ο Δίας ή ο Σάραπις ή όποιος άλλος. Εάν, πάντως, οι κυπριακές επιγραφές ανήκαν σε Εβραίους, κι αν μ' αυτές υπονοείτο ο Ιεχωβάς (πράγμα για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι), θα επρόκειτο ίσως για εξελληνισθέντες Ιουδαίους, κυπριακής καταγωγής (ας μη ξεχνούμε ότι κι ο απόστολος Βαρνάβας, ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου, ήταν κυπριακής καταγωγής Ιουδαίος). Τέτοιοι Εβραίοι ήταν δυνατό να έχουν κι εξελληνισμένα ή και ελληνικά ονόματα, κι ήταν δυνατό ν' απέφυγαν τη δίωξη μετά τα αιματηρά γεγονότα του 116 μ. Χ. και να παρέμειναν στην Κύπρο.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια