Υφαντική

Image

Όπως μαρτυρείται από διάφορες πηγές, η τέχνη της υφαντικής ασκείτο με μεγάλη δεξιοτεχνία κι εκτεταμένα στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια. Αργότερα εξακολούθησε να ασκείται με πολλή επιτυχία κατά τον Μεσαίωνα και τελικά σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κι ωραία κεφάλαια της πατροπαράδοτης λαϊκής κυπριακής τέχνης.

 

Η υφαντική είναι η τέχνη της ύφανσης, δηλαδή της δημιουργίας υφασμάτων από νήματα, ίνες ή άλλα υλικά. Η βιομηχανική παραγωγή υφασμάτων λέγεται υφαντουργία. Δεν υπάρχουν πολλές σαφείς πληροφορίες για την υφαντική τέχνη κατά τους Προϊστορικούς χρόνους, αφού τα υφάσματα φθείρονται εύκολα και δεν ανευρίσκονται σε ανασκαφές. Ωστόσο από τα λίγα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει ότι οι πρωτόγονοι άνθρωποι γνώριζαν την υφαντική (ως εναλλακτική ενδυματολογική λύση που αντικατέστησε το δέρμα των ζώων) τουλάχιστον από την 5η χιλιετηρίδα προ Χριστού. Αργότερα εφευρέθηκε ο αργαλειός, που αναφέρεται και στα έπη του Ομήρου, και ο οποίος απετέλεσε το βασικό μηχάνημα ύφανσης για πολλούς αιώνες, μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια οπότε η υφαντική βιομηχανοποιήθηκε.

 

Ο αργαλειός (η βούφα, όπως λέγεται στην Κύπρο) ήταν εκείνος που χρησιμοποιήθηκε και στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια μέχρι εντελώς πρόσφατα (μάλιστα σε μερικά χωριά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη, πάντως σε πολύ περιορισμένη, πλέον, κλίμακα). Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια τα περισσότερα σπίτια στην Κύπρο είχαν τον δικό τους αργαλειό στον οποίο η κάθε γυναίκα ύφαινε. Οι Κυπρίες υφάντρες χρησιμοποιούσαν μια μεγάλη ποικιλία πρώτων υλών για ύφανση, όπως τις ίνες του λιναριού (λινά υφάσματα), το μαλλί των ζώων (μάλλινα υφάσματα), το μετάξι (μεταξωτά υφάσματα), το βαμβάκι (βαμβακερά υφάσματα) κλπ. Οι πρώτες ύλες κατά κανόνα παράγονταν στην ίδια την Κύπρο, αν και κατά την πρόσφατη εποχή εισάγονταν και διάφορα νήματα από το εξωτερικό.

 

Βλέπε λήμμα: Μετάξι, Μεταξωτά

 

Κατά την Αρχαιότητα η υφαντική τέχνη γνώρισε μεγάλη άνθηση στην Κύπρο, όπως προκύπτει από διάφορες αναφορές. Στην κλασσική Αθήνα του Περικλέους, οπότε οι τέχνες έφθασαν στο ύψιστο σημείο ακμής τους, διακρίθηκαν ιδιαίτερα δυο Κύπριοι υφαντές, ο Ακεσάς και ο γιος του Ελικών. Και τους δυο αυτούς διάσημους τεχνίτες αναφέρουν αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς (Αθήναιος, Διογενιανός, Ζηνόβιος, Ευστάθιος), μάλιστα με κολακευτικά λόγια, ονομάζοντάς τους και ένδοξους. Βέβαια ο Ακεσάς και ο Ελικών διακρίθηκαν και σ' αυτή την ίδια την Αθήνα (όπου είχαν την εξαιρετική τιμή να επιλεγούν για να υφάνουν τον πρώτο πέπλο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της θεάς Αθηνάς) και σ' όλο τον ελληνικό κόσμο, όχι τυχαία. Θα πρέπει να είχαν πίσω τους μια μακρά παράδοση υψηλής υφαντικής τέχνης στην ιδιαίτερη πατρίδα τους που ήταν η Σαλαμίς της Κύπρου.

 

Κατά τον Αθήναιο, ο Ακεσάς και ο Ελικών είχαν διακριθεί ιδιαίτερα στην ύφανση των ποικίλων και έντεχνων υφασμάτων (δηλαδή των πλουμιστών, των πολύχρωμων υφασμάτων με σχέδια), ένα είδος υφαντικής που άκμασε ιδιαίτερα. Σε άλλο έργο υφαντικής που βρισκόταν στους Δελφούς υπήρχε η επιγραφή ότι αυτό είχε δημιουργηθεί από τον Ελικώνα τον γιο του Ακεσά του Σαλαμινίου, «που στα χέρια του έδωσε θεσπέσια χάρη η σεβαστή Παλλάδα».

 

Ένα άλλο διάσημο δημιούργημα υφαντικής του Ελικώνος ήταν μια περίφημη χλαμύδα που φυλαγόταν στη Ρόδο. Αργότερα οι Ρόδιοι πρόσφεραν τη χλαμύδα αυτή στον Μέγα Αλέξανδρο που τη φορούσε, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος.

 

Τόση ήταν η φήμη των δυο αυτών Κυπρίων υφαντών, ώστε στον αρχαίο κόσμο υπήρχε και η παροιμία Ἀκεσαίως καί  Ἐλικῶνος ἔργα, που ελέγετο ἐπί τῶν θαύματος ἀξίων (=για αξιοθαύμαστα δημιουργήματα), όπως διασώζουν ο Ζηνόβιος και ο Διογενιανός.

 

Ένας άλλος γνωστός κατά την Αρχαιότητα πέπλος ήταν εκείνος της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα, όπως γράφει ο Παυσανίας. Σύμφωνα δε προς το επίγραμμα που υπήρχε στο υφαντό, τούτο είχε σταλεί από την Κύπρο, από κάποιαν Λαοδίκη. Εκτός λοιπόν από τον Ακεσά και τον Ελικώνα που ήταν μεν Κύπριοι αλλά εργάστηκαν κυρίως στην Αθήνα, υπήρχαν κι άλλοι άριστοι υφαντές που δούλευαν στο νησί αφού απ' εδώ είχε σταλεί ο πέπλος της Αθηνάς στην Τεγέα.

 

Ο Πολυδεύκης, πάλι, αναφέρει ότι περίφημα, κατά την Αρχαιότητα, ήσαν τα υφαντά κυπριακά παραπετάσματα (=κουρτίνες), είτε απλές, από σκέτο άσπρο πανί, είτε από λεπτά πολύχρωμα υφάσματα, παραθέτει δε ενδεικτικά κι ένα στίχο του Αριστοτέλη:

 

... Παραπέτασμα Κύπριον τό ποικίλον...

 

Φαίνεται ότι στην αρχαία Κύπρο οι υφαντές ήσαν και πολυάριθμοι αλλά και χωρισμένοι σε διάφορους κλάδους, ανάλογα προς τις ύλες που χρησιμοποιούσαν και τα είδη των υφασμάτων που παρήγαν. Έτσι, σε επιγραφή των Ρωμαϊκών χρόνων, προερχόμενη από τη Σαλαμίνα, αναφέρονται οι κατά Σαλαμίνα λίνυφοι. Οι αναφερόμενοι λίνυφοι ήταν οι τεχνίτες που ύφαιναν τα λινά υφάσματα, δηλαδή υφάσματα από ίνες λιναριού που φαίνεται ότι εκαλλιεργείτο εκτεταμένα στην αρχαία Κύπρο. Η επιγραφή αναφέρει ότι οι λίνυφοι της Σαλαμίνος είχαν στήσει ένα άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού, το 130 μ.Χ., του οποίου βρέθηκε μόνο η βάση (που φέρει και την επιγραφή). Το γεγονός ότι οι λίνυφοι (δηλαδή ένας μόνο κλάδος των όσων ασχολούνταν με την υφαντική) είχαν αφιερώσει άγαλμα του αυτοκράτορα (που θα πρέπει να ήταν αντάξιό του), φανερώνει ότι αυτοί ήσαν και πολυάριθμοι και σε καλή οικονομική κατάσταση, αλλά και οργανωμένοι σε ένα είδος ισχυρής δικής τους συντεχνίας. Και μπορούμε, βέβαια, να υποθέσουμε ότι το ίδιο οργανωμένοι σε συντεχνίες θα ήταν και οι υφαντές άλλων κλάδων (λ.χ. εκείνοι των μάλλινων υφασμάτων).

 

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας επί της Κύπρου φαίνεται ότι διάφορα υφαντά που παράγονταν στο νησί διοχετεύονταν και σ' αυτή τη Ρώμη όπου μερικά τουλάχιστον είδη έχαιραν φήμης. Ο Trebellius μνημονεύει ειδικά τα κυπριακά υφαντά στρώματα για τα ανάκλιντρα (accubitalium cypriorum paria duo). O δε Valerianus αναφέρει κυπριακές ειδικές πετσέτες για τα χέρια (mantelia cypria paria duo).

 

Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά την Αρχαιότητα η τέχνη της υφαντικής ήταν ανδρική δουλειά. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι και οι γυναίκες ύφαιναν στα σπίτια τους (κατά το πρότυπο της ομηρικής Πηνελόπης), αλλά όχι ως επαγγελματίες παρά για κάλυψη των αναγκών του νοικοκυριού τους. Εξάλλου ως γυναικεία ασχολία διατηρήθηκε αργότερα και μέσα στους αιώνες η υφαντική τέχνη, ως τις μέρες μας. Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ακόμη, η κάθε νέα κοπέλα ύφαινε κι ετοίμαζε τα προικιά της. Αλλά κι αργότερα, παντρεμένη πια, συνέχιζε να υφαίνει κάθε είδος υφάσματος που της ήταν απαραίτητο για τις οικογενειακές ανάγκες (ασπρόρουχα, χαλιά, σεντόνια, κουρτίνες, υφάσματα για κατασκευή ειδών ένδυσης για ολόκληρη την οικογένεια, τραπεζομάντηλα κλπ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κυπριακά χαλιά, τα λεγόμενα πεύτζ'ια, κατασκευάζονταν από άλλα άχρηστα υφάσματα που κόβονταν σε λωρίδες και στη συνέχεια υφαίνονταν στη βούφα. Ήταν πολύχρωμα γιατί χρησιμοποιούνταν για την ύφανσή τους οποιαδήποτε άχρηστα ρούχα, οποιωνδήποτε χρωματισμών. Η λέξη πεύτζ'ιν (το), παρήχθη από το επί-εύχομαι και υποδήλωνε αρχικά μικρό χαλί προσευχής.

 

Η υφαντική τέχνη φαίνεται να έχει την πιο λαμπρή παράδοση απ' όλες τις άλλες τέχνες στην Κύπρο, συνεχίστηκε δε και μετά το τέλος της Αρχαιότητας. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εισήχθη στην Κύπρο κι άρχισε να καλλιεργείται ο μεταξοσκώληκας και να παράγεται μετάξι.   Έτσι σύντομα προσετέθη στα λινά και στα μάλλινα υφάσματα κι η παραγωγή μεταξωτών. Άρχισε επίσης να καλλιεργείται το βαμβάκι και συνεπώς να υφαίνονται και βαμβακερά υφάσματα. Η Κύπρος ανέπτυξε επίσης, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, την τέχνη της κατασκευής χρυσοΰφαντων, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για εκκλησιαστική χρήση. Τα πανέμορφα αλλά κι ακριβά αυτά υφάσματα (με τα οποία κατασκευάζονταν χρειώδη των εκκλησιών και άμφια ιεραρχών), είχαν μαγέψει τους Σταυροφόρους οι οποίοι και τα διέδωσαν στη δυτική Ευρώπη. Ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, η Κύπρος έγινε το πιο σημαντικό κέντρο υφαντικής πολυτελών υφασμάτων. Πιθανώς φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη είχαν έλθει στην Κύπρο (η οποία διάνυε τότε την περίοδο της φράγκικης κατοχής της), όπου ενίσχυσαν τους ντόπιους υφαντές. Πιθανώς, πάλι, η νέα ώθηση στην υφαντική προήλθε από την αυξημένη αγοραστική ζήτηση στην Ευρώπη των υφαντών της Κύπρου, αφού μειώθηκε σημαντικά η παραγωγή της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά και το εμπορικό δαιμόνιο των Βενετών, των Γενουατών κι άλλων εμπόρων που έδρευαν στην Κύπρο συνέβαλε ασφαλώς στη διοχέτευση των κυπριακών υφαντών στις αγορές της Ευρώπης.

 

Το γεγονός, επίσης, ότι κατά τον 15ο και 16ο αιώνα σουλτάνοι τόσο του Καΐρου όσο και της Κωνσταντινουπόλεως ζητούσαν σε μερικές περιπτώσεις να τους καταβάλλεται ο φόρος υποτελείας που πλήρωνε η Κύπρος όχι σε χρήμα αλλά σε πολύτιμα υφάσματα, φανερώνει πόσο πολύ εκτιμούνταν κι απ' αυτούς τα κυπριακά υφαντά.

 

Εκτός από τα χρυσοΰφαντα προϊόντα (=υφάσματα από χρυσή κλωστή), η Κύπρος ήταν κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια σημαντικό κέντρο ύφανσης και άλλων ειδών υφασμάτων, όπως τα σαμίτ και κάμελοτ. Αναφέρεται μάλιστα από τον Heyd Renaulde, τον μεγάλο αυτό ερευνητή του εμπορίου Ανατολής και Δύσης, ότι στην Κύπρο κατασκευάζονταν τα 9 από τα 14 συνολικά είδη υφαντών πολυτελείας που παράγονταν στην Ανατολή κι εξάγονταν στη Δύση. Ειδικότερα για τα κάμελοτ αναφέρει ότι: η χώρα που δικαιούται μεταξύ όλων των χωρών τον τίτλο του κέντρου παραγωγής των κάμελοτ, είναι η νήσος Κύπρος και στην ίδια την νήσο, οι δυο μεγάλες πόλεις της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας που μόνες τους παρήγαν περισσότερα από το υπόλοιπο νησί.

 

Τα κάμελοτ, λευκά ή χρωματιστά, ήσαν λεπτά μάλλινα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν κυρίως για ανδρικά αριστοκρατικά ενδύματα κι ήσαν περιζήτητα τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος αναφέρει και διάφορα άλλα είδη πολυτελών υφασμάτων, που προφανώς κατασκευάζονταν στην Κύπρο τον 15ο αιώνα: χρυσόν χάρμιζε (carmin, ύφασμα στο χρώμα του ερυθρόδανου), χρυσόν βένετον (σε χρώμα βαθύ μπλε). Η λέξη χρυσόν σημαίνει μάλλον -και στις δυο περιπτώσεις - ότι τα υφάσματα αυτά σε κόκκινο και σε μπλε ήταν διακοσμημένα με χρυσά στολίδια και σχέδια. Αναφέρει επίσης, ο ίδιος χρονογράφος, και υφάσματα βιλουσένα (villuse=βελούδινα), μουρουπάδες (επίσης είδος υφασμάτων) και βέβαια τα τζαμιλοττία (camelot γαλλ. και zameloto ιταλ.=κάμελοτ).

 

Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια άνθησε ιδιαίτερα και η τέχνη της κεντητικής, που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να δίνει θαυμάσια δείγματα (με επίκεντρο το χωριό Λεύκαρα, αλλά και με άλλα ωραία είδη, εκτός από τα λευκαρίτικα, σε άλλες περιοχές του νησιού). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στοιχεία της κεντητικής μεταφέρθηκαν και στην υφαντική, οπότε μια μεγάλη ποικιλία από κεντητές διακοσμήσεις απαντάται πάνω σε υφαντά. Αλλά και διάφορα υφαντά με ζωηρά χρώματα και πλούτο σχεδίων (όπως λ.χ. τα φυδκιώτικα), μπορούν να χαρακτηριστούν κι ως κεντήματα που κατασκευάζονται με την ύφανση, ενώ δηλαδή υφαίνεται το προϊόν στον αργαλειό 

 

Βλέπε λήμμα: Κεντητική

 

Το καίριο πλήγμα κατά της ακμάζουσας για πολλούς αιώνες υφαντικής τέχνης της Κύπρου δόθηκε με την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1570-71. Με τη νέα αυτή εξέλιξη η Κύπρος αποκόπηκε από την Ευρώπη, το εμπόριο σταμάτησε (για να ξαναρχίσει αργότερα, αλλά πάνω σε εντελώς νέα βάση), το νησί έπεσε σε οικονομικό μαρασμό. Συνέχισε το νησί να παράγει μετάξι, λινάρι, βαμβάκι και μαλλί, αλλά η παραγωγή υφαντών πολυτελείας σταμάτησε.   Έτσι η Κύπρος άρχισε να εξάγει, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τις πρώτες ύλες της (μετάξι, βαμβάκι, μαλλί, λινάρι, ριζάρι κ.α.), χωρίς να τις επεξεργάζεται και να εξάγει υφάσματα. Η υφαντική περιορίστηκε πλέον στην ικανοποίηση βασικά των τοπικών αναγκών. Θα πρέπει δε να θεωρήσουμε ότι απ' αυτή περίπου την περίοδο άρχισε να γίνεται γυναικεία περισσότερο ενασχόληση.

 

Ωστόσο αργότερα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Κύπρος θα αρχίσει ξανά να εξάγει υφάσματα, που θα γίνουν και πάλι βασικό εξαγωγικό προϊόν της. Όχι όμως πλέον πολυτελή υφάσματα, αλλά διάφορα άλλα είδη. Κατά τον 18ο αιώνα η Κύπρος παρουσιάζεται να έχει ξανά αρκετά ανεπτυγμένη την υφαντική της τέχνη. Ο Αl. Drummond γράφει ότι κατά τα μέσα του 18ου αιώνα η ετήσια παραγωγή υφασμάτων της Κύπρου ήταν = 10.000 δέματα βαμβακερά δίμιτα που περιείχαν και μικρή ποσότητα μεταξιού, 15.000 δέματα μπασμά (=φαρδύ βαμβακερό ύφασμα), 40.000 δέματα βαμβακερών-λινών υφασμάτων (γνωστά ως skimity), 20.000 σταμπαρισμένα πανιά για κλινοσκεπάσματα, 20.000 μεταξωτά μαντίλια (C.D. Cobham, Excerpta Cypria, p. 282). Κατασκευάζονταν επίσης άλλα χοντρά υφάσματα για σάκκους, δισάκκια, φορέματα κλπ.

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός (Ἱστορία Χρονολογική.... 1788, σσ. 366-367), δίνει τις ακόλουθες περί υφαντών πληροφορίες κατά τον 18ο αιώνα:

 

...Γίνονται πανία ἀπό βαμπάκιον λεπτότατα καί πλατεῖα, μεσαῖα καί χοντρά, καί δίμμητα ۠ καί ἀπό λινάριν ἄλλα ὅμοια. Ῥάζα γίνονται εἰς Λευκοσίαν ἀπό μετάξι καί βαμβάκι, εἰς διάφορα χρώματα. Ἀπό μαλλί καί μετάξι ἔκαμναν τόν παλαιόν καιρόν. Πανία σταμπαρισμένα διά παπλώματα, καί προσκεφαλάδες διαφοροχρωμάτιστα γίνονται ἐκλεκτά, καί ζηλευτά εἰς ἄλλους τόπους διά τό ἐπιτήδειον τῶν τεχνήτων. Παννία κόκκινα ἀπό βαφήν ῥιζαρίου, καί βενέτου χρώματος, διάφορα. Κεντήματα μέ χρυσάφι, ἐκέντουν τόν Παλαιόν καιρόν εἰς παπλώματα ζηλευτά εἰς ἄλλους τόπους. Βέλα ἤ σάλια μεταξωτά εὔμορφα δουλευμένα καί ζῶναι, γίνονται καί εἰς Λευκωσίαν, καί εἰς τήν πολιτείαν Κοιλάνιον, τέχνη παλαιά ἐκείνου τοῦ τόπου. Ἀπό τά μαλλιά γίνονται σάκκοι καί δισάκκια μέ χρώματα, ὅσον διά τούς ἐντοπίους χρήσιμα εἰς Μαραθάσαν ἐξαίρετα διά τήν καβάλλαν...

 

 

Και ο Αθ. Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, τόμος Α', 1890, σσ. 754-755) γράφει:

 

... Καί νῦν δ' ἐν Κύπρῳ  ὑφαίνουσιν ἐν Κοιλανίῳ  ὡραῖα μάλλινα τοῦ λαιμοῦ μανδήλια, ἔτι δέ καί ὡραῖα μεταξωτά ὑφάσματα. Ἐπίσης ἐν Λευκωσίᾳ  ἐργάζονται τά καλλίτερα ἐν Κύπρῳ μεταξωτά ὑφάσματα καί μανδήλια διά γυναικείους ἀναδέσμους ۠ ἔτι δέ βαμβακεράς καρδίας ἐφαπλωμάτων ۠ ἐν δέ τῇ κώμῃ Λακαταμίᾳ λινά ὑφάσματα, καί ἐν τῇ κώμῃ Δρύμου ὡραῖα μάλλινα σινδόνια και ζώνας.

 

Μετά δέ τήν κατάληψιν τῆς νήσου ὑπό τῶν Ἄγγλων ὁ αὐτῆς ἀρμοστής Fr. Wolseley ἔπεμψε δῶρον εἰς τήν βασίλισσαν Βικτωρίαν μακρόν ὑποκάμιοον μεταξωτόν κεντημένον καί διά πιπιλῶν κεκοσμημένον, ἔργον νεάνιδος Λευκωσιάτιδος ۠ τοσοῦτον δ' εἰς αὐτήν αὐτό ἤρεσεν, ὥστε ἀμέσως παρήγγειλε καί κατεσκεύασεν ἰδία νεᾶνις καί ἕτερα δύο.

 

Την πληροφορία για τα υφαντά που πήρε από την Κύπρο η βασίλισσα Βικτώρια το 1878 δίνει η λαίδη Brassey (Cruises to Constantinople and Cyprus, p. 276).

 

Εκτός από τα περίφημα μεταξωτά της Λευκωσίας (τα γνωστά ως αγιαντωνίτικα, επειδή κέντρο κατασκευής τους ήταν η περιοχή Αγίου Αντωνίου) και τα εξίσου περίφημα εφταλοΐτικα του Κοιλανίου (επειδή τα μεταξωτά αυτά μαντήλια βάφονταν με 7 χρώματα), θαυμάσια μεταξωτά υφάσματα υφαίνονταν σε αργαλειούς με 4 πέταλα στην περιοχή Καραβά-Λαπήθου (όπου η παλαιά παράδοση διατηρήθηκε μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα). Στην ίδια περιοχή παράγονταν και ωραία βαμβακερά υφάσματα. Η περιοχή της Μόρφου φημιζόταν για τα λινά της, ενώ η Πάφος παρήγε βαμβακερά και μάλλινα είδη. Η περιοχή με επίκεντρο το χωριό Φύτη (επαρχία Πάφου) ανέπτυξε την τέχνη των περίφημων φυδκιώτικων υφασμάτων. Πολύχρωμα (με 5 συνήθως χρώματα) και διακοσμημένα με ποικίλα γεωμετρικά και άλλα σχέδια, τα φυδκιώτικα υφαντά χρησιμοποιούνταν για κατασκευή πολλών ειδών: τραπεζομάντηλα, κλινοσκεπάσματα, κουρτίνες, δισάκκια κλπ. Η Καρπασία παρήγε μεταξωτά υφάσματα αλλά και ωραία βαμβακερά. Τα βαμβακερά σεντόνια διακοσμούνταν με πολύχρωμες χάντρες. Πολύχρωμα, με έντονα χρώματα και ωραία σχέδια, ήταν και τα γνωστά λευκονοιτζ'ιάτικα υφαντά, με επίκεντρο κατασκευής τους το χωριό Λευκόνοικο.

 

Γενικά σ' ολόκληρη την Κύπρο υφαίνονταν και είδη καθημερινής χρήσης: η αλατζ'ιά για ενδυμασίες, τα μεταξωτά για σεντόνια, υποκάμισα κ.α, τα σκλουβέρκα (κουνουπιέρες, απαραίτητες σε παλαιότερες εποχές κατά τις οποίες η Κύπρος ήταν γεμάτη έλη), οι τορναρέττοι (ύφασμα που έμπαινε περιμετρικά στο κρεβάτι ως διακοσμητικό) και τα πορκερούδκια (έμπαιναν περιμετρικά στον «ουρανό» του κρεβατιού), και βέβαια όλα τα άλλα είδη υφασμάτων για το νοικοκυριό και για ένδυση. Πάρα πολλές γυναίκες περνούσαν πολλές ώρες εργαζόμενες στον αργαλειό τους, σ' ολόκληρη την Κύπρο. Μάλιστα για να κρατείται ο ρυθμός της εργασίας στον αργαλειό, υπήρχαν και ειδικά εργατικά τραγούδια.

 

Βλέπε λημμα: Βούφα

 

Η εργασία στον αργαλειό για την παραγωγή του υφάσματος προϋπέθετε, βέβαια, κι αρκετές άλλες σκληρές εργασίες που προηγούντο. Εάν επρόκειτο για λινά υφάσματα, προϋπόθεση ήταν η παραγωγή λιναριού και η επεξεργασία του۠ το λινάρι, αφού μαλάκωνε μέσα στο νερό, κοπανιζόταν με ειδικό εργαλείο (τη λεγόμενη μελιτζ'ιά ) και «χτενιζόταν» ύστερα για να ληφθούν οι ίνες ۠ αυτές κλώθονταν στη συνέχεια με ειδικά αδράχτια για να γίνουν κλωστή, κι ακολουθούσε η ύφανση. Τα βαμβακερά πάλι υφάσματα προϋπέθεταν παραγωγή βαμβακιού, συγκομιδή, καθαρισμό του με ειδικό εργαλείο, άνοιγμά του με το «τόξο» (δοξάριν) και κλώσιμό του για να γίνει κλωστή. Το μαλλί πάλι έπρεπε να παρθεί από τα αιγοπρόβατα με κούρεμα, να καθαριστεί, να κλωστεί επίσης κι ύστερα να υφανθεί. Το μετάξι εξαγόταν από τα κουκούλια με ειδική επεξεργασία από τους μεταξάδες, και βέβαια προϋπέθετε εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Η βαφή, εξ άλλου, διαφόρων υφασμάτων σε ποικίλα χρώματα ήταν άλλη διαδικασία, με μπογιές που παράγονταν στην Κύπρο, από φυτά ή άλλες πρώτες ύλες. Αργότερα άρχισε η εισαγωγή ειδικών βαφών. Η διακόσμηση των μεταξωτών και άλλων υφασμάτων ήταν επίσης πολύπλοκη διαδικασία. Τα περίφημα σταμπωτά (ιδίως της Λευκωσίας) γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες.

 

Τελικά όλες αυτές οι επίπονες διαδικασίες παραγωγής υφαντών, όπως και η παραγωγή πρώτων υλών (λινάρι, βαμβάκι, μετάξι κ.α.) εγκαταλείφθηκαν σταδιακά από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τα μέσα του. Η βιομηχανοποίηση της παραγωγής υφασμάτων καταδίκασε σε εξαφάνιση την τέχνη της υφαντικής που είχε ακμάσει στην Κύπρο για τόσους πολλούς αιώνες.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image