Μεσαιωνική οικογένεια ευγενών της Κύπρου, ελληνικής (βυζαντινής) καταγωγής. Την οικογένεια περιλαμβάνουν μεταξύ των ευγενών τοπικών οικογενειών της Κύπρου ο Estienne de Lusignan (Στέφανος Λουζινιανός) και ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.
Δύο μέλη της οικογένειας μνημονεύονται από τον Κύπριο μεσαιωνικό χρονικογράφο Λεόντιο Μαχαιρά. Ο Μαχαιράς, στο Χρονικόν του, αναφέρει τους εξής:
01. Νικόλαο Τζιουστινιάνι: Επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α' (1359-1369), ο Νικόλαος Τζιουστινιάνι απετέλεσε μέλος αντιπροσωπείας που το 1368 διεξήγαγε συνομιλίες στην Αίγυπτο, με τον σουλτάνο του Καΐρου, προς τον σκοπό επίτευξης ειρήνης μεταξύ εκείνου και του βασιλείου της Κύπρου. Στην περίπτωση αυτή ο Νικόλαος Τζιουστινιάνι έδρασε ως ειδικός απεσταλμένος της Βενετίας, η οποία και πρωτοστατούσε στις προσπάθειες ειρήνευσης, εφόσον οι ειρηνικές συνθήκες στην περιοχή ευνοούσαν τις δικές της εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες στην Ανατολή.
Δεν είναι σαφές εάν ο Νικόλαος Τζιουστινιάνι ήταν τότε μόνιμα εγκατεστημένος στην Κύπρο, έχοντας όμως τη βενετσιάνικη υπηκοότητα, ή εάν ήταν μέλος του βενετσιάνικου κλάδου της οικογένειας, που είχε τότε σταλεί ειδικά, από τη Βενετία, στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Πάντως από τότε, τουλάχιστον, θα πρέπει να αναζητούνται τα ίχνη αυτής της οικογένειας και στην Κύπρο, αν όχι από την εποχή των Βυζαντινών.
02. Πέτρος Τζιουστινιάνι: Και αυτό το μέλος της οικογένειας απαντάται να δρα στα 1370 (επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β') ως απεσταλμένος της Βενετίας στον σουλτάνο του Καΐρου, για τους ιδίους λόγους όπως και ο προηγούμενος (δηλαδή επίτευξη ειρήνης μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου). Ο Μαχαιράς τον αποκαλεί «Βενετόν» («ὁ μισέρ Πιέρ Τζουστουνιάς ὁ Βενετικός»). Και πάλι όμως δεν είναι σαφές εάν επρόκειτο για άνθρωπο που ήλθε από τη Βενετία ειδικά γι' αυτή την αποστολή, ή εάν ήταν Κύπριος με βενετσιάνικη υπηκοότητα.
Όταν, το 1370, ο Πέτρος Τζιουστινιάνι, ως εκπρόσωπος της Βενετίας, και ο Γκατιέρ ή Γκαττανέο Ντόρια, ως εκπρόσωπος της Γένουας, διαπραγματεύονταν με τον σουλτάνο στο Κάιρο, ο σουλτάνος θύμωσε με κάποιες θέσεις που πήρε ο εκπρόσωπος των Γενουατών και διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή του — συνήθης «τακτική» κατά τη διάρκεια τέτοιων
διαπραγματεύσεων, που στόχευε στη διαπραγμάτευση από θέση ισχύος του σουλτάνου. Τότε και ο Πέτρος Τζιουστινιάνι ζήτησε από τον σουλτάνο να φυλακίσει και εκείνον, μαζί με τον Ντόρια, πράγμα που έγινε. Ύστερα από παραμονή στη φυλακή 4 ημερών, και οι δύο αποφυλακίστηκαν και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, για να καταλήξουν σε συμφωνία επίτευξης ειρήνης.
Η οικογένεια των Τζιουστινιάνι της Κύπρου φαίνεται να είχε ακμάσει περισσότερο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας — ίσως και λόγω του «βενετσιάνικου παρελθόντος» της — κατά την περίοδο δε αυτή απαντώνται να υπηρετούν στην Κύπρο και διάφοροι αξιωματούχοι με το οικογενειακό επίθετο Τζιουστινιάνι προφανώς όμως αυτοί ήταν μέλη της οικογένειας Τζιουστινιάνι της Βενετίας, και όχι της οικογένειας της Κύπρου (δες γι' αυτούς στο αμέσως προηγούμενο λήμμα).
Κατά τα τέλη της περιόδου της Βενετοκρατίας απαντώνται τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας που πήραν μέρος στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών εισβολέων το 1570-1571:
03. Αντώνιος Τζιουστινιάνι: Πολέμησε στην Αμμόχωστο κατά των Οθωμανών το 1570-71. Ο συμπολεμιστής του εκεί Άντζελο Γκάττο, στην «διήγησιν» που έγραψε για το έπος της Αμμοχώστου, τον μνημονεύει μεταξύ των υπερασπιστών της πόλης, χαρακτηρίζοντάς τον σαφώς ως «Έλληνα». Προφανώς ο Αντώνιος Τζιουστινιάνι ηγήθηκε σώματος Ελλήνων Κυπρίων στρατευθέντων, όπως και ο επίσης Κύπριος Αλέξανδρος Ποδοκάταρο, της γνωστής οικογένειας Ποδοκάταρο της Κύπρου, και όπως και άλλοι ακόμη (όπως ο Πέτρος Α. Λουκέττι, ο Αντώνιος Κολόκχης κλπ.).
Ο Τζιουστινιάνι και ο Ποδοκάταρο ήταν μεταξύ των υπερασπιστών του Ραβελίνου, ισχυρότατου οχυρού δίπλα από την Πύλη της Ξηράς, στο νοτιοδυτικό άκρο των οχυρώσεων της Αμμοχώστου. Ήταν το οχυρό εκείνο που δέχθηκε τη μεγαλύτερη πίεση της οθωμανικής επίθεσης, τις πιο σκληρές γενικές εφόδους των πολιορκητών και τον πιο ανελέητο συνεχή κανονιοβολισμό. Επίσης, οι πολιορκητές προσπάθησαν επανειλημμένα να το ανατινάξουν, πλησιάζοντας τα θεμέλιά του με υπόγειες σήραγγες, και να το καταστρέψουν με άλλους τρόπους. Ωστόσο ο Ραβελίνος, αν και μισογκρεμισμένος, άντεξε όλες τις επιθέσεις χάρη στην γενναιότητα και αποφασιστικότητα των υπερασπιστών του, μεταξύ των οποίων και ο Αντώνιος Τζιουστινιάνι.
Δεν είναι γνωστό τι απέγινε τελικά ο Αντώνιος Τζιουστινιάνι, δηλαδή εάν σκοτώθηκε στην Αμμόχωστο ή εάν επέζησε μέχρι και την παράδοση της πόλης, εάν συνελήφθη αιχμάλωτος ή εάν διέφυγε.
04. Ορσάτο Τζιουστινιάνι: Πολέμησε κατά των Οθωμανών στη Λευκωσία το 1570. Τον μνημονεύει στο σχετικό κείμενό του ο Άντζελο Καλλέπιο, ο οποίος και ευρισκόταν στη Λευκωσία τότε, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.
Ο Άντζελο Καλλέπιο αναφέρει τον Ορσάτο Τζιουστινιάνι ως ένα των Κυπρίων ευγενών που στρατεύθηκαν τότε και πήραν τον βαθμό του λοχαγού και ετέθησαν επικεφαλής λόχων ντόπιων (Κυπρίων) επιστρατευθέντων. Ο κάθε ένας από αυτούς έγινε διοικητής 200 ανδρών, που οι πιο πολλοί — αν όχι όλοι — δεν είχαν ιδέα από όπλα και πολέμους, ούτε και κατείχαν όπλα, ήταν βιοτέχνες που άφησαν τις εργασίες τους και στερήθηκαν τα πενιχρά εισοδήματά τους. Πολέμησαν όμως και αυτοί, όπως μπόρεσαν, υπερασπιζόμενοι τη Λευκωσία.
Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους (στις 9 Σεπτεμβρίου του 1570), ο Ορσάτο Τζιουστινιάνι—που είχε επιζήσει — συνελήφθη αιχμάλωτος. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε αργότερα.
Εκτός των πιο πάνω, μας είναι γνωστοί από διάφορες πηγές και οι ακόλουθοι Τζιουστινιάνι:
05. Άγγελος Τζιουστινιάνι: Απαντάται σε έγγραφα της περιόδου της Βενετοκρατίας, να διεκδικεί γύρω στα 1534, τον τίτλο του «βαρώνου της Καρπασίας» που, λόγω κληρονομιάς, θεωρούσε ότι του ανήκε, μέσω του πατέρα του Νικολάου Τζιουστινιάνι (δες πιο κάτω). Το ζήτημα αυτό είχε εξεταστεί στη Βενετία, από το Συμβούλιο των Δέκα, το οποίο και απαγόρευσε στον Άγγελο Τζιουστινιάνι να χρησιμοποιεί τον τίτλο.
06. Ιερώνυμος Τζιουστινιάνι: Απαντάται να αναλαμβάνει επανειλημμένες διπλωματικές αποστολές ως πρέσβης της Βενετίας στον σουλτάνο του Καΐρου, μεταξύ των ετών 1498 και 1505. Η Κύπρος εξακολουθούσε να είναι τότε φόρου υποτελής στον σουλτάνο του Καΐρου, και σε μία τουλάχιστον περίπτωση ο Ιερώνυμος Τζιουστινιάνι πήγε στο Κάιρο για να καταβάλει τον ετήσιο υποτελικό φόρο, αλλά έχοντας αναλάβει και διπλωματική αποστολή. Ήταν μια εποχή κατά την οποία τόσο η Κύπρος όσο και η Αίγυπτος αισθάνονταν ήδη έντονη την απειλή εκ μέρους των Οθωμανών Τούρκων, και τούτο διευκόλυνε τη διαπραγματευτική θέση του Ιερωνύμου Τζιουστινιάνι, εφόσον οι επανειλημμένες αποστολές του στο Κάιρο σχετίζονταν με θέματα συνεργασίας μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου και ενίσχυσης της Κύπρου γενικότερα.
07. Νικόλαος Τζιουστινιάνι: Αναφέρεται σε έγγραφα της περιόδου της Βενετοκρατίας, σε σχέση προς διεκδίκηση τίτλου και μεγάλων κτηματικών περιουσιών στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, το 1511 πέθανε ο ευγενής Αλβίς, γιος του Ισπανού Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέγκουε ο οποίος είχε πάρει από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β', το 1472, τον τίτλο του «βαρώνου της Καρπασίας». Από τον Ιωάννη Πέρεζ ο τίτλος πέρασε στον γιο του Αλβίς (Αλοΐσιο), και όταν αυτός πέθανε το 1511, τον τίτλο ζήτησε να πάρει η μεγαλύτερη αδελφή του Κλάρα, για τον σύζυγό της που ήταν ο Νικόλαος Τζιουστινιάνι. Ταυτόχρονα, η Κλάρα και ο Νικόλαος Τζιουστινιάνι απαίτησαν τα φέουδα που κατείχε ως τότε ο αποθανών Αλβίς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα χωριά Ριζοκάρπασον και Κνώδαρα και άλλα που δεν κατονομάζονται.
Τον τίτλο του «βαρώνου» (ή «κόμητα») της Καρπασίας, εξακολουθούσε να διεκδικεί, από το 1534 και εξής, ο Άγγελος Τζιουστινιάνι, γιος του Νικολάου. Προφανώς το 1534 ή λίγο νωρίτερα, ο Νικόλαος είχε πεθάνει. Ο Άγγελος Τζιουστινιάνι συνέχισε να διεκδικεί τον τίτλο κατά την επόμενη σχεδόν δεκαετία, από την οικογένεια Κονταρίνι και από άλλους. Τελικά το Συμβούλιο των Δέκα αποφάσισε το 1542 ότι ο τίτλος πήγαινε στον Θωμά Κονταρίνι (συγγενή της οικογένειας Κορνάρο), με δεύτερο δικαιούχο τον Άγγελο Τζιουστινιάνι, τρίτο τον Ιάκωβο Συγκλητικό και τέταρτο τον Αλβίς ντε Νόρες, κάτοχο του τίτλου του «κόμητα της Τριπόλεως».
Πάντως, σε έγγραφο του 1544, ο Άγγελος Τζιουστινιάνι αναφέρεται ως «κόμης της Καρπασίας».