Επίσκοπος Αμαθούντος κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου. Σύμφωνα και προς το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως, η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. Ένα χωριό της επαρχίας Λεμεσού, πολύ κοντά στην επισκοπική έδρα του αγίου, την αρχαία Αμαθούντα, φέρει την ονομασία Άγιος Τύχωνας.
Βίο του αγίου Τύχωνος είχε γράψει ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Επίτομος βίος του εξεδόθη από τον Η. Delehaye (Analecta Bollandiana, XXVI, 1907, pp. 229-232). Την ακολουθία του δημοσίευσε ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης (περ. Ἀπόστολος Βαρνάβας, Στ', 1934). Τον άγιο αναφέρουν και μεσαιωνικές πηγές όπως ο Λεόντιος Μαχαιράς κι ο Στέφανος Λουζινιανός (ο δεύτερος γράφει ότι η μνήμη του γιορταζόταν μέσα στον Ιανουάριο).
Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο άγιος Τύχων (που φαίνεται ότι καταγόταν από την Αμαθούντα) ήταν γιος ενός φτωχού ψωμά, μάλιστα νεαρός πωλούσε κι ο ίδιος ψωμιά. Όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Τύχων πώλησε όλα του τα υπάρχοντα και διαμοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, ο δε ίδιος αφοσιώθηκε στη χριστιανική θρησκεία, τῶν τοῦ κόσμου φροντίδων ἑαυτόν ἐλευθερώσας. Κατ' άλλη εκδοχή (Μηναῖον), ο Τύχων είχε από παιδί αφιερωθεί στην Εκκλησία από τους ευσεβείς Χριστιανούς γονείς του. Έμαθε έτσι τα «ιερά γράμματα», μελέτησε τις γραφές και μπόρεσε ν' αποκτήσει μόρφωση. Επειδή δε διακρινόταν για την αξιότητά του και την αγνότητα του βίου του, χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αμαθούντος Μνημόνιο*. Μετά τον θάνατο του Μνημονίου (β' μισό του 4ου αιώνα), ο άγιος Τύχων τον διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Αμαθούντος۠ επίσκοπος χειροτονήθηκε (μετά το 367) από τον (αρχι)επίσκοπο Κωνσταντίας (Σαλαμίνος), τον άγιο Επιφάνιο.
Ο άγιος Τύχων είναι πιθανό να ήταν εκείνος που είχε συμμετάσχει στη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 381. Μεταξύ των ιεραρχών που είχαν προσυπογράψει τις αποφάσεις της συνόδου εκείνης ήταν οι Κύπριοι ιεράρχες Επιφάνιος Κωνσταντίας, Ιούλιος Πάφου, Θεόπομπος Τρεμιθούντος, Μνημόνιος Κιτίου και Τύχων. Ο τελευταίος αναφέρεται ως επίσκοπος Ταμασσού, αλλ' είναι πιθανό να επρόκειτο περί του αυτού προσώπου με τον άγιο Τύχωνα, επίσκοπο Αμαθούντος (που λανθασμένα, ίσως, θεωρήθηκε ως Ταμασσού).
Ως επίσκοπος Αμαθούντος, ο άγιος Τύχων είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα κι είχε συμβάλει σημαντικά στην εδραίωση του Χριστιανισμού στην επισκοπική του περιφέρεια. Στον Βίο του αναφέρεται ότι είχε επιτελέσει σοβαρό έργο προσηλυτισμού και Ελλήνων και Ιουδαίων στον Χριστιανισμό κι είχε βαπτίσει πολλούς, ακόμη κι αυτήν την ιέρεια της Αρτέμιδος. Ήταν αυστηρός αλλά και μαχητικός κατά της ειδωλολατρίας, εισερχόταν στους ειδωλολατρικούς ναούς και κατέστρεφε τους βωμούς και τα αγάλματα. Συνέτριψε ακόμη κι αυτό τα άγαλμα της θεάς Αφροδίτης, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα τους πιστούς της που μετείχαν σε οργιώδεις τελετές, πολλούς δε απ' αυτούς κατήχησε και βάπτισε, εντάσσοντάς τους στο χριστιανικό του ποίμνιο. Αναφέρεται ακόμη ότι είχε το χάρισμα να θεραπεύει αρρώστους.
Δυο όμως ειδωλολάτρες, ο Καλύκιος και η Κλεοπάτρα, προσήψαν κατηγορίες κατά του αγίου Τύχωνος, ότι έσπασε τα αγάλματα των θεών τους, ότι εξευτέλιζε τα αντικείμενα της λατρείας τους, ότι κορόιδευε τους θεούς τους, κι άλλα πολλά. Τις κατηγορίες διατύπωσαν γραπτώς προς τον ηγεμόνα της Κύπρου (προφανώς κάποιο από τους πρώτους Βυζαντινούς αξιωματούχους της Κύπρου), ο οποίος και κάλεσε τον άγιο σε απολογία. Ο άγιος Τύχων παρουσιάστηκε στον ηγεμόνα κι ενώπιόν του κήρυξε τη χριστιανική πίστη. Έκτοτε, προσθέτει ο Βίος του αγίου, και πολλούς άλλους έκαμε Χριστιανούς με τη διδασκαλία του. Το Μηναῖον προσθέτει ότι ο άγιος είχε κάμει πολλά θαύματα. Ακόμη και μετά τον θάνατό του (που θα πρέπει να συνέβη κατά τα τέλη του 4ου αιώνα) συνέχισε να είναι θαυματουργός.