ΚΑΛΛΙΟΝ ΠΟΥ ΠΛΑΣΤΗΚΑ ΒΟΣΚΟΣ
Πηδκιαύλιν καλαμέτινον, μια πιθαμή πουμπούλιν,
είσαι πολλά μιτσικουρίν, αμμά ‘σ'εις μιάλην χάρην,
με την γλυτζ'ιάν σου την φωνήν να σε θαυμάζουν ούλοι
τζ'ι απού 'ν' κοντά σου τζ'αι δροικά να φύει εν κιάρει.
* * *
Πηδκιαύλιν μου, που σού 'βαλα πίνναν αροδαμνένην,
τες νύχτες του καλοτζ'αιρκού, που το φεγγάριν λάμπει,
να ξωτζ'οιμίζω να περνώ ζωήν χαριτωμένην,
να παίζω να χαμογελούν τζ'αι τα βουνά τζ'ι οι κάμποι.
* * *
Κάλλιον που πλάστηκα βοσκός να σ’αίρουμαι μιτά σου,
με την χαράν που μου διάς άμαν πεινώ, χορτάννω,
νά 'χω μαράζιν σβήννει το μόνον η συντροφκιά σου
τζ'αι που το παραβούρκιν μου εξίκκιν εν σε κάμνω.
ΟΥΣΣΟΥ ΤΖ'ΑΜΟΥΖΑ
Τζ'αμούζα, ράτσα ζώπρωτη, γαλατερή για πάντα,
εν σε χαμνά ο μάστρος σου καθόλου να ποβρύξεις
που το πολλύν το γάλεμαν, να 'βρεις τζ'ι εσού αμάνταν,
να ποσπαστείς που την σκλαβκιάν, να μεν κλαίεις, να βρίξεις.
* * *
Επάστυνες, εγίνηκες ξερή πα' στα πετσ’ιά σου
τζ'ι ο μάστρος σου που παναθκιόν στέκεται με την ππάλαν,
σαν τον λυσσ’ιάρην τζ'αι τραβά τζ'αι σφίγγει τα βυζ'ιά σου
με δίχως να σε λυπηθεί, να βκάλουν τζ'ι άλλον γάλαν.
* * *
Έν' η καρκιά του πέτρενη, αλώπως, τζ'ι εν λυπάται,
τον κόσμον θέλει να τον φά' τζ'ι αχόρταος μεινίσκει۠
τζ'αι τον Θεόν που παναθκιόν πιλέ 'ν τον αθθυμάται,
πως κάθε πλάσμαν πα' στην γην κατά που κάμνει βρίσκει.
* * *
Ούσσου τζ'αμούζα, μεν κλαίεις, γιατ' εννά ξημερώσει
μια μέρα, που να μεν έσ'ει με ππάλες με μασ’αίρκα,
ο Πλάστης μου που 'ν' παναθκιόν να σε πολευτερώσει,
να λείψεις που τα βάσανα τζ’αι της σκλαβκιάς τα σ’έρκα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΤΑΚΚΑΣ