Τσέρι- Tseri. Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, περί τα 11 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας. Από το 2011 είναι δήμος, ένας από τους δώδεκα της επαρχίας Λευκωσίας.
Στις 3 Μαρτίου 2022 η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε τρία νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης με τα οποία δημιουργήθηκαν συνολικά 20 Δήμοι σε ολόκληρη την Κύπρο από 33 που ίσχυαν από το 2008. Στη Λευκωσία δημιουργήθηκαν πέντε Δήμοι. Ο Δήμος με έδρα την Λακατάμεια, αποτελείται από τους δήμους Λακατάμειας και Τσερίου, καθώς και τον κοινοτικό συνοικισμό Ανθούπολης.
Βλέπε λήμματα: Δήμοι- Δημαρχεία και Δήμοι- Δημαρχεία- Οι 20 Δήμοι της μεταρρύθμισης του 2022
Το Τσέρι είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 270 μέτρων. Το υψόμετρο από τον οικισμό μειώνεται σταδιακά προς τα βόρεια και φθάνει τα 240 μέτρα στα βόρειά του σύνορα. Στα βορειοανατολικά, τα ανατολικά και τα δυτικά του οικισμού το τοπίο είναι λοφώδες. Στα ανατολικά το υψόμετρο φθάνει τα 324 μέτρα (λόφος Καντάρα) και στα δυτικά του οικισμού τα 335 μέτρα (λόφος Κεφαλές). Στα νότια του οικισμού βρίσκονται μερικοί μεμονωμένοι λόφοι, ο ψηλότερος από τους οποίους είναι ο λόφος Άσπρος (340 μέτρα). Το ανατολικό και το βόρειο τμήμα του χωριού είναι διαμελισμένο από μικρούς χειμάρρους που τροφοδοτούν βορειότερα τον Καλόγηρο, παραπόταμο του Πεδιαίου. Εξάλλου το νότιο τμήμα του είναι διαμελισμένο από τον Αλμυρό, παραπόταμο του Γιαλιά.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), το Σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου), οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και κερατόλιθοι) κι οι αποθέσεις του σχηματισμού Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κρητίδων, μαργών και ψαμμιτών). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ερυθρογαίες και ασβεστούχα εδάφη.
Το Τσέρι δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση που φθάνει τα 343 χιλιοστόμετρα (μέσος όρος περιόδου 1951-1980). Στην περιοχή του καλλιεργούνται κυρίως τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά και οι ελιές. Σε πολύ μικρότερη έκταση καλλιεργούνται επίσης τα εσπεριδοειδή (κυρίως λεμονιές), τα λαχανικά. Παλαιότερα καλλιεργούνταν ακόμα αμπέλια, σε περιορισμένη έκταση, όπως κι ελάχιστες χαρουπιές, σήμερα όμως όχι.
Αρκετά ανεπτυγμένη είναι η κτηνοτροφία του χωριού.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Τσέρι συνδέεται με ασφαλτόστρωτους δρόμους στα βόρεια με την πόλη της Λευκωσίας, στα βορειοδυτικά με το χωριό Κάτω Δευτερά (περί τα 4 χμ.) και στα νότια με το χωριό Μαρκί (περί τα 5,5 χμ.).
Το χωριό, λόγω της μικρής του απόστασης από το αστικό κέντρο της Λευκωσίας, γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 325 |
1891 | 402 |
1901 | 411 |
1911 | 450 |
1921 | 521 |
1931 | 561 |
1946 | 679 |
1960 | 826 |
1973 | 937 |
1976 | 1.205 |
1982 | 2.455 |
1992 | 4.176 |
2001 | 5.287 |
2011 | 7.035 |
2021 | 8304 |
Βλέπε λήμμα: Πρόσφυγες
Το Τσέρι δέχτηκε ένα μεγάλο αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων από διάφορες περιοχές του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου. Στην περιοχή του δημιουργήθηκαν συνοικισμοί αυτοστέγασης εκτοπισμένων σε κυβερνητική γη.
Το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του χωριού εργοδοτείται σήμερα στην πόλη της Λευκωσίας και τα προάστιά της. Στο χωριό λειτουργούν όμως και μικρά εργοστάσια και βιοτεχνίες.
Ο πυρήνας του χωριού διατηρεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, στοιχεία της λαϊκής πεδινής αρχιτεκτονικής, με κύριο δομικό υλικό το πλιθθάρι.
Ιστορικά στοιχεία
Για την προέλευση των πρώτων κατοίκων υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη αναφέρει πως αυτοί προέρχονταν από το γειτονικό χωριό Καμπιά, ενώ η δεύτερη αναφέρει, πως το χωριό κατοικήθηκε από τους τελευταίους κατοίκους του χωριού Τρυπί, το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά του Τσεριού, κάπου ενάμισι χιλιόμετρο από αυτό. Το Τρυπί σημειώνεται σε παλιούς χάρτες της Κύπρου των χρονολογιών 1573 και 1650 μ. χ. Σε μικρή απόσταση από το Τρυπί, ήταν κτισμένος μεσαιωνικός οικισμός στην τοποθεσία «Λυσατζιά» πράγμα που μαρτυρείται από αρχαιολογικά ευρήματα του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου.
Το χωριό δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές και φαίνεται ότι είναι νεότερο, ιδρυμένο πιθανότατα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το ίδιο αβέβαιη είναι η προέλευση της ονομασίας του χωριού. Σύμφωνα προς μια άποψη προήλθε από τη λέξη κερί (τζ’ερίν στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα), που ίσως παραγόταν παλαιότερα στην περιοχή του χωριού από μελίσσια. Με τις ονομασίες Τσέρι και Τσέρια υπάρχουν χωριά στην Ελλάδα.
Βλέπε λήμμα: Παναγία Μαχαιρά
Μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα στο Τσέρι και στην περιοχή του κατείχε το μοναστήρι του Μαχαιρά μεγάλη κτηματική περιουσία. Τούτο οδήγησε στην υπόθεση ότι αρχικά στην περιοχή του χωριού δεν υφίστατο παρά μόνο μετόχι του μοναστηριού αυτού.
Πριν από την αγγλική κατοχή της Κύπρου (1878) δεν είχε λειτουργήσει σχολείο στο χωριό. Παιδιά από το Τσέρι φοιτούσαν σε σχολείο στο χωριό Πέρα.
Μεγάλη ανάπτυξη
Από την ίδρυσή του Τσερίου μέχρι σήμερα, παρουσιάζει σταθερή ανοδική πληθυσμιακή αύξηση και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού (2001), οι κάτοικοι του αριθμούν τις έξι χιλιάδες. Σήμερα, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων υπολογίζεται ότι ανέρχεται στις 9.000. Η έκταση του Τσερίου ανέρχεται στα 2725 εκτάρια και σε αυτή συγκεντρώνονται ή προβλέπεται να συγκεντρωθούν διάφορες χρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η κτηνοτροφική περιοχή, η βιομηχανική ζώνη, η βιοτεχνική ζώνη, το πεδίο βολής της Εθνικής φρουράς, το στρατόπεδο, μέρος του σκοπευτηρίου, διάφορα λατομεία, και οι εγκαταστάσεις της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Λόγω της γειτνίασης με την αστική περιοχή Λευκωσίας και συγκριτικά πλεονεκτήματα , σε σχέση με άλλες περιοχές όπως το χαμηλότερο κόστος απόκτησης στέγης, οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης, το φυσικό περιβάλλον και το αίσθημα κοινότητας, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την πληθυσμιακή ανάπτυξη και οικιστική εξέλιξη η οποία παρατηρείται από το 2000 μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας, το Τσέρι παρουσίασε το 2010, πληθυσμιακή μεταβολή της τάξης του 63%. Επιπρόσθετα, οι ενδείξεις καταδεικνύουν αναμενόμενη αύξηση του τοπικού πληθυσμού με την εγκατάσταση στην περιοχή κυρίως νεαρών ζευγαριών που θα συμβάλει στη διατήρηση ή/ και μείωση του σχετικά μικρού πληθυσμού (7%) της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών. Η έκταση του Τσερίου ανέρχεται στα 2725 εκτάρια περίπου. Το 22,9% καταλαμβάνεται από Οικιστές ζώνες, το 4% από τη Βιομηχανική Ζώνη Αυξημένου Βαθμού Οχληρίας, 0.2% καταλαμβάνει η Βιοτεχνική Ζώνη Περιορισμένου Βαθμού Οχληρής, δύο Κτηνοτροφικές Ζώνες καταλαμβάνουν το 9,4%, το μεγαλύτερο ποσοστό της τάξης του 57,9% καταλαμβάνει η Γεωργική Ζώνη και 5,6% αριθμεί τις Ζώνες Προστασίας. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται δύο προστατευμένες περιοχές που περιλαμβάνονται στο Δίκτυο Natura 2000, οι οποίες αφορούν «Αλυκός Ποταμός (περιλαμβανομένου του Αλμυρού Ποταμού) – Άγιος Σωζόμενος».
Αρχαιολογικοί χώροι
Στο Τσέρι εντοπιστήκαν συνολικά τρία Αρχαία Μνημεία, ενώ από το Τμήμα Αρχαιοτήτων δύο αρχαιολογικά ευαίσθητες περιοχές. Τα Αρχαία Μνημεία αποτελούνται από μια κτιστή σκεπαστή κλίμακα (στέρνα) η οποία τοποθετείται χρονικά γύρω στο 300 π.Χ, χώρο και κατάλοιπα της ρωμαϊκής περιόδου, και χώρο και κατάλοιπα αρχαίου νεκροταφείου. Η «Στέρνα» αρχικά είχε ανακαλυφθεί τυχαία το 1949 από κατοίκους της κοινότητας ένα εντυπωσιακό υπόγειο κτίσμα με σκαλοπάτια, το οποίο καταγράφηκε στα αρχεία του Τμήματος Αρχαιοτήτων ως στέρνα της Ρωμαϊκής περιόδου. Το κτίσμα αυτό με τον καιρό γέμισε με χώμα, μέχρι που το 2006, το Τμήμα Αρχαιοτήτων το εντόπισε ξανά και προχώρησε στην κήρυξή του σε Μνημείο. Το 2010 πραγματοποιήθηκαν έρευνες με στόχο να ανασκαφεί το εσωτερικό του κτίσματος για να διαπιστωθεί η ακριβής του χρήση και χρονολόγηση. Οι μέχρι στιγμής έρευνες έχουν αποκαλύψει καμαροσκέπαστη κλίμακα με 40 υπόγεια σκαλοπάτια κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο. Η κλίμακα πλαισιώνεται από δύο τοίχους κατασκευασμένους από ογκώδεις λαξευμένους πωρόλιθους συνδεδεμένους με ασβεστοκονίαμα. Η εσωτερική επιφάνεια των τοίχων και της οροφής και οι ενώσεις των σκαλοπατιών είναι επενδυμένα με υδραυλικό κονίαμα, μονωτικό υλικό, ιδιαίτερα ανθεκτικό στην υγρασία. Η οροφή είναι καμαροσκεπής, μήκους 10,10 μ. και κτισμένη από μεγάλους πωρόλιθους λαξευμένους με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Μέχρι στιγμής το βάθος του κτίσματος, από την αρχική επιφάνεια του τεμαχίου, φτάνει τα 8,80 μ. Στο γέμισμα της κλίμακας υπήρχαν μικρές ποσότητες κεραμικής που χρονολογείται από την Αρχαϊκή μέχρι και την Παλαιοχριστιανική περίοδο (7ος αι. π.Χ – 7ος αι. μ.Χ.). Ανάμεσα στα ευρήματα είναι και ένα κεφάλι αλόγου και ένα κεφάλι ανδρός, από Αρχαϊκά πήλινα ειδώλια. Κεραμική που χρονολογείται από την Αρχαϊκή μέχρι και την Παλαιοχριστιανική περίοδο συλλέχθηκε και από τον περιβάλλοντα χώρο της ανασκαφής. Η ακριβής χρονολόγηση του υπόγειου κτίσματος θα πραγματοποιηθεί με την ολοκληρώσει οι ανασκαφές και γίνει η απαραίτητη μελέτη των ευρημάτων. Η ανακάλυψη του μνημειακού αυτού κτίσματος, εμπλουτίζει σημαντικά τις γνώσεις μας όσον αφορά στην ιστορία της ανάπτυξης και αξιοποίησης των υδάτινων πόρων σε περιοχές όπως αυτής του Τσερίου, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερες συνθήκες ξηρασίας. Οι κάτοικοι διαχρονικά είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυσάρεστες συνέπειες της ανομβρίας και εφάρμοζαν μεθόδους εντοπισμού, συλλογής, αποθήκευσης και μεταφοράς πολύτιμου νερού για ικανοποίηση των αρδευτικών και υδρευτικών τους αναγκών και κατά συνέπεια για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους (Τμήμα Αρχαιοτήτων). Αρχαιολογικά ευρήματα εντοπιστήκαν στην περιοχή Τσερίου από το 1933 όταν ο Γιωρκής Τταραπουλούζης παρέδωσε στο Αρχαιολογικό Μουσείο λίθινη πλάκα που απεικονίζει τον Εσταυρωμένο με τους δύο ληστές, η οποία βρίσκεται στο Μουσείο Λεμεσού. Αργότερα, το 1942 βρέθηκε πήλινο αγαλματίδιο. Άλλα ευρήματα αποτελούνται από γαστριά προερχόμενα από οικισμό της Ελληνιστικής περιόδου, αμφορείς σε νεκρόπολη και απομεινάρια πατώματος πιθανώς βασιλικής εκκλησίας του Μεσαίωνα.
Πηγές:
1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια