Παστό, ταριχευμένο κρέας κατσίκας που κατασκευαζόταν στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές, γιατί ήταν ένας τρόπος διατήρησής του για σχετικά μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε εποχές που δεν υπήρχαν ψυγεία ή άλλα μέσα διατήρησης και αποθήκευσης.
Η τσαμαρέλλα είναι σχεδόν παρόμοια, αλλά εν τούτοις διαφορετική από το απόχτιν* που επίσης κατασκευαζόταν από κρέας ηλικιωμένης κατσίκας. Η τσαμαρέλλα κατασκευαζόταν από μέλη του ζώου που δεν είχαν πολλή ποσότητα κρέατος (ραχοκοκαλιά, παΐδια). Με μπόλικο άλας και ρίγανη ως συντηρητικό, ξηραινόταν στον ήλιο ύστερα από διεργασία, έτσι ώστε το κρέας αυτό μπορούσε να διατηρηθεί και να αποθηκευθεί για μελλοντικές ανάγκες της οικογένειας.
Τσαμαρέλλα κατασκευάζεται και σήμερα, αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα.