Με το όνομα αυτό είναι γνωστά δυο είδη θαλασσινών ψαριών που ανήκουν στην οικογένεια των Δασυατιδών (Dasyatidae).
Χαρακτηρίζονται από το πλατύ, λείο και σχετικά γλοιώδες σώμα τους, σε σχήμα ρόμβου. Στην κάτω πλευρά του σώματός τους βρίσκονται το στόμα με τα μικρά δόντια τους και οι 5 βραγχιακές σχισμές σε διπλή σειρά, ενώ στην πάνω πλευρά τα μάτια και δυο τρύπες τις οποίες χρησιμοποιούν για την αναπνοή. Η ουρά τους είναι χοντρή στη βάση και λεπτή στην άκρη, μοιάζει δε με μαστίγιο. Στη βάση της βρίσκονται ένα έως δύο δηλητηριώδη κεντριά. Συνήθως δεν επιτίθενται, όταν όμως ενοχληθούν με οποιοδήποτε τρόπο, κτυπούν με την ουρά και χώνουν το κεντρί τους στο σώμα του απρόσεκτου. Τα δυο είδη, που είναι επίσης γνωστά και με το κοινό όνομα βατί*, είναι:
α) Dasyatis pastinaca, (Linnaeus, 1758). Αγγλική ονομασία: Common sting-ray. Συνηθισμένο είδος στις κυπριακές θάλασσες, με συνηθισμένο μήκος 100 εκ. Ο χρωματισμός του είναι βασικά καστανοπράσινος προς το καφεπράσινο ή γκριζοκίτρινο, κάποτε με χρυσαφένιες ανταύγειες.
β) Dasyatis violacea, (Bonaparte, 1832). Αγγλική ονομασία: Blue sting-ray. Εμφανίζεται σποραδικά. Το συνηθισμένο μήκος του είναι 80 εκ. περίπου. Το χρώμα του είναι γκριζοβιολετί, κάποτε με μπλε ανταύγειες. To κρέας των δυο ειδών, που είναι καλό σε ποιότητα, τρώγεται βραστό ή τηγανητό. Ψαρεύονται με χοντρά παραγάδια, με τράτες και κάποτε με δίχτυα.
γ) Στην ίδια οικογένεια των Δασυατιδών (Dasyatidae) ανήκει ένα ακόμη είδος που εμφανίζεται σποραδικά στις κυπριακές θάλασσες και είναι το: Dasyatis centroura (Mitchill, 1815). Αγγλική ονομασία: Rough-tail stingray. To χρώμα του στην πάνω πλευρά είναι λαδί προς το καφέ, και στην κάτω ασπριδερό. Το συνηθισμένο μήκος του είναι 100-130 εκατοστόμετρα περίπου. Ψαρεύεται σποραδικά, συνήθως με τράτα.