Το μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας βρίσκεται στη νότια πλαγιά του Τροόδους, στο μέσο περίπου της απόστασης μεταξύ Προδρόμου και Πλατρών, στα νότια του δρόμου που ενώνει τα χωριά αυτά. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις που διατηρούνται στο μοναστήρι αναφέρουν ότι ιδρύθηκε αμέσως μετά την εικονομαχία. Όπως και σ' άλλα μοναστήρια, σύμφωνα πάντα με τις ανεπιβεβαίωτες ιστορικά παραδόσεις, έτσι και στην περίπτωση του μοναστηριού αυτού προηγήθηκε η παρουσία ασκητή που κατέφυγε εδώ στους χρόνους της εικονομαχίας.
Δεν έχουμε, πάντως, καμιά γραπτή πληροφορία για το μοναστήρι αυτό από τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ή από την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τίποτε δεν σώζεται σήμερα στο μοναστήρι από τις περιόδους αυτές. Τόσο η εκκλησία όσο και τα μοναστηριακά κτίρια είναι πολύ μεταγενέστερα και χρονολογούνται από τα τέλη του 18ου ή ακόμη και από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Μεταγενέστερα είναι και τα κειμήλια που φυλάσσονται στην εκκλησία του μοναστηριού. Η πιο παλαιά αναφορά στο μοναστήρι της Τροοδίτισσας γίνεται σε απόγραφο του κώδικα Paris. Graec. 261 που χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Στο απόγραφο αυτό, που χρονολογείται όμως στα 1541, αναφέρεται ότι κάποιος μοναχός Θεόδουλος αγόρασε τον κώδικα αυτό στο μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας. Άλλη, πολύ μεταγενέστερη, αναφορά στο μοναστήρι γίνεται στον κώδικα 581 της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι. Στα φύλλα 252-253 αναφέρεται ότι ο κώδικας ανήκε στο μοναστήρι της «Τροοδίτισσας και Αγίων Αναργύρων», και έτσι επιβεβαιώνεται η πληροφορία του Ρώσου μοναχού Βασίλι Μπάρσκυ, ότι το μοναστήρι της Τροοδίτισσας ήταν ενωμένο με το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων στο Φοινί.
Ο Βασίλι Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε το μοναστήρι της Τροοδίτισσας το 1735, αναφέρει ότι αυτό ήταν πολύ μικρό, φτωχό και στενόχωρο κι ότι εκεί ζούσαν ένας ιερομόναχος και ένας λαϊκός αδελφός, ασφαλώς εργάτης. Η εκκλησία ήταν μικρή και είχε μια μόνο είσοδο στον δυτικό τοίχο και το δάπεδό της ήταν καλυμμένο με σανίδες για να μετριάζεται το κρύο του χειμώνα. Όπως και σήμερα το μοναστήρι είχε δυο εισόδους, την κύρια είσοδο στη νότια πλευρά και μια μικρή στην ανατολική, πίσω από το ιερό.
Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το μοναστήρι της Τροοδίτισσας κατά τους δυο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Τον 17ο αιώνα αναφέρεται ηγούμενος του μοναστηριού με το όνομα Μάξιμος αλλά δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς διετέλεσε ηγούμενος. Αργότερα αναφέρεται ως ηγούμενος κάποιος Μακάριος που πέθανε το 1703. Βασικές πληροφορίες για το μοναστήρι της Τροοδίτισσας έχουμε από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Και αυτές όμως είναι αποσπασματικές. Το 1761 αναφέρεται σαν ηγούμενος ο Μακάριος. Δεν είναι όμως γνωστό πότε πέθανε. Επί ηγουμενίας του, το 1780 κτίσθηκαν «εκ βάθρων» τα μοναστηριακά οικήματα με δαπάνη του οικονόμου Νικόδημου και κάποιου Κατζούρη. Ο οικονόμος Νικόδημος φαίνεται ότι διαδέχθηκε τον Μακάριο και το 1807 έκτισε ξενώνα για τους επισκέπτες του μοναστηριού. Το 1815 έγινε ηγούμενος ο Χαράλαμπος που έκτισε τα τρία ισόγεια δωμάτια δίπλα στην είσοδο του μοναστηριού. Ο Χαράλαμπος πέθανε το 1838 και τον διαδέχθηκε ο Μελέτιος (1838-1854) που έκτισε τη σημερινή τρίκλιτη ξυλόστεγη εκκλησία του μοναστηριού μετά την καταστροφή, από πυρκαγιά, της μικρής μονόκλιτης ξυλόστεγης εκκλησίας το 1842. Η νέα εκκλησία συμπληρώθηκε στις 15 Αυγούστου 1843. Το επόμενο έτος η εκκλησία εφοδιάστηκε με το εικονοστάσιο που σώζεται μέχρι σήμερα۠ το εικονοστάσιο αυτό είναι έργο του ξυλογλύπτη Χατζηδημήτρη Ταλιαδώρου από τη Λευκωσία. Το 1845 έγινε ο άμβωνας του μοναστηριού. Τα εγκαίνια της νέας εκκλησίας έγιναν το 1846 από τον μητροπολίτη Πάφου Χαρίτωνα. Διάδοχος του Μελετίου ήταν ο Γερμανός (1854-1892). Επί Γερμανού, το 1856, χρυσώθηκε το εικονοστάσιο.
Το μοναστήρι βαθμιαία αντιμετώπισε δυσκολίες που οδήγησαν σχεδόν στη διάλυσή του. Ο ηγούμενος Επιφάνιος (1892-1915) προσπάθησε χωρίς μεγάλη επιτυχία να επιλύσει τα προβλήματα. Τα προβλήματα επιτάθηκαν κατά την ηγουμενία του Σωφρονίου (1915-1919) και τα χρόνια που ακολούθησαν έφεραν την οικονομική εξαθλίωση, ιδιαίτερα επί ηγουμένου Ιακώβου (1921-1939). Μετά τη μετατροπή του μοναστηριού σε κοινόβιο από τον μοναχό Δαμασκηνό (1939-1942) ο επόμενος ηγούμενος Παγκράτιος οδήγησε στην ανόρθωση του μοναστηριού. Τον Παγκράτιο διαδέχθηκε ο σημερινός ηγούμενος Αθανάσιος.
Τα σημερινά κτίρια του μοναστηριού, αν και διατηρούν τμήματα των παλαιότερων κτιρίων που αναφέρθηκαν, έχουν ανακατασκευασθεί κατά τα τελευταία 60 χρόνια. Σήμερα τα μοναστηριακά κτίρια είναι διώροφα και έχουν σχήμα Π και περικλείουν την εκκλησία από τα δυτικά και τα νότια. Η ανατολική πτέρυγα είναι μικρή και δεν περικλείει την εκκλησία από τα ανατολικά. Τη βόρεια πλευρά του μοναστηριού αποτελεί η τρίκλιτη εκκλησία. Η εκκλησία έχει εσωτερικές διαστάσεις 14,25X9,80 μ. και διαιρείται με δυο πεσσοστοιχίες, από τρεις πεσσούς η κάθε μια, σε τρία κλίτη που καταλήγουν στ' ανατολικά σε ημικυκλικές αψίδες εγγεγραμμένες στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Η εκκλησία είναι ξυλόστεγη (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Οι περισσότερες εικόνες του μοναστηριού χρονολογούνται στον 19ο αιώνα. Ελάχιστες είναι παλαιότερες και ανήκουν στον 18ο ή τον 17ο αιώνα. Σημαντικότερες από τις εικόνες είναι εκείνες του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, της Παναγίας και των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Οι τρεις τελευταίες έχουν έντονη ιταλική επίδραση και είναι τμήμα παλαιάς Μεγάλης Δέησης.
Το μοναστήρι της Τροοδίτισσας είχε μετόχια στην Αυδήμου και τον Άγιο Αμβρόσιο Λεμεσού. Το μετόχι της Αυδήμου είναι παλαιότερο και είχε ιδιαίτερη εκκλησία που σήμερα είναι ερειπωμένη. Η κτηματική περιουσία του μοναστηριού και των μετοχίων του δημιουργήθηκε από δωρεές κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα τον 18ο και 19ο αιώνα.
Το μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας έδωσε στην Εκκλησία της Κύπρου τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α'* και τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο Γ'*.