Αυτοσχέδιο κατασκεύασμα που παρήγε δυνατό, οξύ και ανατριχιαστικό ήχο. Κατασκευαζόταν σε παλαιότερες εποχές στην Κύπρο, όχι σαν παιγνίδι των παιδιών όπως μερικοί θεωρούν, αλλά από τους γεωργούς οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν για να τρέπουν σε φυγή τα ζώα και τα πτηνά από τα σπαρτά όπου προκαλούσαν καταστροφές.
Η λέξη είναι σύνθετη, από το ρήμα τρίζω και το ουσιαστικό κολόκα (η), δηλαδή μεγάλο κολοκύθι. Απαντάται δε και στις παροιμίες, όπως: τον αλουπόν (ή τον ποντικόν) η τρύπα του δεν τον εχώρεν, τζ' ετράβαν τζ’αί τριζοκολόκαν.
Η τριζοκολόκα κατασκευαζόταν από ξηρό κολότζ’ιν (βλασσ’ίν), δηλαδή καρπό κολοκυθιάς σε σχήμα δοχείου με μακρύ λαιμό. Αφού έκοβαν το κοίλο μέρος του στις δυο πλευρές, επένδυαν τα ανοίγματα με τεντωμένο δέρμα ζώου, όπως το τύμπανο. Το τεντωμένο δέρμα έφερε μικρή τρύπα στο κέντρο, απ' όπου περνούσαν λεπτό σχοινί αλειμμένο με κερί. Με κατάλληλες κινήσεις, το τριβόμενο σχοινί παρήγε τον ήχο που έτρεπε σε φυγή και κατατρόμαζε ζώα και πουλιά.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια