Μεσαιωνικός οικισμός της Κύπρου, που δεν υφίσταται πλέον. Βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού χωριού Αχερίτου, στην πεδιάδα της Μεσαορίας, δυτικά της πόλης της Αμμοχώστου. Σε παλαιούς χάρτες (λ.χ. χάρτης του Α. Ortelius, του 1573) ο οικισμός βρίσκεται σημειωμένος με την ονομασία Trapesa.
Ο οικισμός αυτός, που φαίνεται να ήταν ιδρυμένος από τα Βυζαντινά χρόνια, ευνοείτο από τη γειτνίασή του με την Αμμόχωστο κατά την εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης αυτής, τον 13ο και 14ο αιώνα. Όταν η Αμμόχωστος καταλήφθηκε από τους Γενουάτες το 1373, η Τράπεζα εξακολούθησε να αποτελεί ιδιοκτησία του βασιλικού οίκου της Κύπρου. Μετά την καταστροφή της από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου τον Αύγουστο του 1425 (γεγονός το οποίο αναφέρει ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς), η Τράπεζα κατόρθωσε να επιβιώσει και να ακμάσει ξανά. Εξάλλου η σωζόμενη εκκλησία της Παναγίας της Τράπεζας (ή και Παναγίας Τραπεζίτισσας), είχε ανακαινιστεί ριζικά και μάλιστα είχε επεκταθεί το 1563, σύμφωνα προς σχετική επιγραφή στην ίδια την εκκλησία.
Επίσης, η Τράπεζα μνημονεύεται ως οικισμός και σε δύο χειρόγραφα της περιόδου της Βενετοκρατίας, το χειρόγραφο του Κυπριακού Μουσείου και το χειρόγραφο Λειμωνίδα. Άρα, ο οικισμός υφίστατο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, αρκετά μετά την καταστροφή του από τους Μαμελούκους το 1425.
Την Τράπεζα μνημονεύει επίσης και ο χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος (Διήγησις, παρ. 61), γράφοντας ότι τον Μάρτιο του 1461 ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β' διόρισε διοικητή πρός τήν μερίαν τῆς Τράπεζας τον Πέτρο ντε Νάβες. Επρόκειτο για την περίπτωση όπου ο Ιάκωβος Β' διεξήγαγε επιχείρηση κατάληψης της Αμμοχώστου, που κατεχόταν από τους Γενουάτες. Ο ντε Μας Λατρί αναφέρει την Τράπεζα, την οποία απαριθμεί μεταξύ των φέουδων που ανήκαν στον βασιλιά της Κύπρου.
Εξάλλου, την Τράπεζα αναφέρει και ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) στο Χρονικόν του, δίνοντας τις ονομασίες Trapesa και Trapeza, ως απέχουσα δύο λεύγες από την Αμμόχωστο.
Η καταστροφή του οικισμού αυτού ίσως συνέβη το 1570-1571, όταν επολιορκείτο από τους Οθωμανούς η πόλη της Αμμοχώστου, αλλά ίσως συνέβη λίγο αργότερα. Πάντως και πάλι η Τράπεζα είτε επανακατοικήθηκε αργότερα, είτε συνέχισε να υφίσταται αλλά με λίγους πλέον κατοίκους και σε μεγάλο βαθμό ερειπωμένη. Περί αυτής μαρτυρούν διάφοροι επισκέπτες. Ένας από τους τελευταίους που δίνει μαρτυρία για ύπαρξη (ακόμη) λίγων κατοίκων στην Τράπεζα, είναι ο αββάς Τζιοβάννι Μαρίτι, λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
...Πιο πέρα, προς τα δυτικά, υπάρχει το μεγάλο χωριό Τράπεζα (Trapezi). Τα ερείπιά του καθορίζουν την τοποθεσία μιας μεγάλης πόλης και ο Έλληνας με τον οποίο συνταξίδευα με βεβαίωσε ότι μία πόλη υφίστατο κάποτε εκεί. Αλλά η ιστορία του νησιού κατά τον 16ο αιώνα αναφέρει εκεί ένα χωριό και δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά για κάποια προγενέστερη πόλη. Υπάρχουν δύο εκκλησίες, η μία μερικώς διακοσμημένη με διάφορα είδη μαρμάρων και με ένα προπύλαιον υποστηριζόμενο από μερικές μαρμάρινες κολόνες. Δεν υπάρχουν παρά μόνο ελάχιστοι κάτοικοι και το χωριό φαίνεται να είναι απλώς και μόνον ένα καταφύγιο για τους βοσκούς και τα κοπάδια τους που βόσκουν στις γύρω πεδινές περιοχές... (Α. Παυλίδης, Η Κύπρος Ανά τους Αιώνες..., τόμος Β', 1994, σσ.862-863).
Έχουμε λοιπόν τη μαρτυρία του Τζιοβάννι Μαρίτι ότι, γύρω στα 1760, η Τράπεζα ήταν σχεδόν πλήρως ερειπωμένη και περιστασιακά και μόνον εχρησιμοποιείτο από βοσκούς. Εξάλλου ο Γερμανός αρχαιολόγος δόκτωρ Λούτβικ Ρος, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1848, αναφέρει τον οικισμό ως πλήρως διαλυμένο και κάνει λόγο και για ύπαρξη δύο ερειπωμένων εκκλησιών. Σήμερα σώζεται η μια από αυτές.
Ο Νέαρχος Κληρίδης, άγνωστο από πού αντλεί, γράφει ότι η Τράπεζα ήταν γνωστή για τις 72 συνολικά ταβέρνες της, κι ότι διαλύθηκε οριστικά το 1707.
Ο G. Jeffery (Historic Monuments of Cyprus, 1918, p. 200), αναφέρει, και αυτός, την ύπαρξη ερειπίων του οικισμού, και δυο ερειπωμένες εκκλησίες. Η μια απ' αυτές είναι αφιερωμένη στην Παναγία που φέρει εδώ το επίθετο Τραπεζιώτισσα, κι είναι γνωστή ως εκκλησία της Παναγίας της Τράπεζας. Η δεύτερη ήταν αφιερωμένη στην αγία Παρασκευή.
Η περιοχή ήταν αργότερα τσιφλίκι, σήμερα δε είναι τοπωνύμιο του κατεχόμενου από το 1974 από τους Τούρκους χωριού Αχερίτου.
Η Τράπεζα πήρε, πιθανώς, την ονομασία αυτή από τη μορφολογία του εδάφους της, όπου χαμηλό οροπέδιο θυμίζει τραπέζι. Παρόμοια τοπωνύμια υφίστανται κι άλλα σε διάφορα μέρη της Κύπρου (κοντά στην Κερύνεια, στις Κιβίδες, στο Πισσούρι, στον Δαυλό, στα Λιμνιά κ.α.) Είναι επίσης πιθανό η ονομασία να υφίστατο από τα αρχαία χρόνια. Αρχαίοι ελληνικοί οικισμοί με την αυτή ονομασία υφίσταντο στην Πελοπόννησο, στη Μικρά Ασία κι αλλού.