Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια οι τουρκόπουλλοι ήταν μισθοφόροι πολεμιστές που απάρτιζαν ειδικό στρατιωτικό σώμα ελαφρού ιππικού. Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και κατά την ακολουθήσασα περίοδο της Αγγλοκρατίας, τουρκόπουλλος ονομαζόταν ο διοριζόμενος από τις αρχές αγροφύλακας και δασοφύλακας.
Επάγγελμα
Το επάγγελμα του τουρκόπουλλου λεγόταν τουρκοπουλλιτζιή. Οι αγροφύλακες πληρώνονταν από τα χρήματα που εισπράττονταν από ειδική φορολογία, την λεγόμενη αγροφυλακή, το τουρκοπουλλίτζιην. Το 1924 ο ετήσιος μισθός του αγροφύλακα ήταν ΛΚ 12. Ως κίνητρο για να εκτελεί καλύτερα τα καθήκοντά του, ο τουρκόπουλλος, εκτός από το μισθό του, που ήταν πολύ χαμηλός, έπαιρνε δικαιώματα από τον ιδιοκτήτη κάθε ζώου που προξενούσε ζημιά σε καλλιέργειες. Τα δικαιώματα αυτά, που ήταν ορισμένα διά νόμου και αναθεωρούνταν κατά καιρούς, λέγονταν τουρκοπουλλίτζιην ή ποκάττιν (τούρκικη λέξη). Κατά τη δεκαετία του 1930 τα δικαιώματα ήταν δύο γρόσια.
Ο τουρκόπουλλος έλεγχε επίσης τη βόσκηση και τις άδειες των βοσκών σύμφωνα με τον περί Αιγών Νόμο. Κάθε βοσκός, σύμφωνα με ειδικό νόμο, έπρεπε να εξασφαλίσει άδεια για να ασκεί το επάγγελμά του και είχε δικαίωμα να βόσκει μέχρι 80 ζώα. Για τη βοσκή περισσοτέρων των 80 ζώων χρειαζόταν δεύτερο άτομο ως βοηθό. Ο αγροφύλακας έλεγχε μέχρι και τα κουδούνια του κάθε κοπαδιού. Βοηθούσε επίσης το έργο της αστυνομίας και των κυβερνητικών υπαλλήλων όταν αυτοί επισκέπτονταν το χωριό. Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας 1878-1960, ο αγροφύλακας φορούσε στο δεξί του χέρι μπρούντζινο περιβραχιόνιο, το νισιάνιν. Ήταν αρκετά μεγάλο, σχήματος οβάλ, κυρτωμένο ελαφρά για να εφαρμόζει με το δέσιμό του στο μπράτσο. Πάνω ήταν εγχάρακτες και ευδιάκριτες οι αγγλικές λέξεις Rural Constable (Αγροτικός Αστυνομικός κατωτάτου βαθμού).
Πηγή: