Οι Τούρκοι της Κύπρου αριθμούν περίπου το 18% του συνολικού πληθυσμού του νησιού κι αποτελούν τη δεύτερη (μετά την ελληνική) σε αριθμητική δύναμη από τις κυπριακές κοινότητες. Μικρότερες είναι η αρμενική, η μαρωνιτική και η λατινική.
Καταγωγή και προέλευση των Τουρκοκυπρίων
Οι Τουρκοκύπριοι είναι οι Τούρκοι που κατάγονται από την Κύπρο. Η Τουρκοκυπριακή Κοινότητα ξεκίνησε να δημιουργείται μετα την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς το 1571. Τότε παραχωρήθηκαν εδαφικές εκτάσεις σε περίπου 5000 Τούρκους εποίκους με την άφιξή τους στην Κύπρο. Μελέτη που βασίζεται σε οθωμανικά έγγραφα, υποστηρίζει ότι η πλειονότητα αυτών των εποίκων αναφέρεται ως ραγιάδες ή άπιστοι, κάτι που υποδεικνύει ότι οι περισσότεροι από αυτούς εκτοπίστηκαν από την Τουρκία ως ανεπιθύμητοι πληθυσμοί.
Τότε ο πληθυσμός της Κύπρου ήταν περίπου 200.000 κάτοικοι. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο φορολογήσιμος πληθυσμός (άνδρες) ήταν 20.000 μουσουλμάνοι και 85.000 χριστιανοί. Οι άποικοι ήταν στρατιωτικοί και πολίτες, πιθανότατα ανάμεικτοι πληθυσμοί από την Ανατολία, πιθανώς με Αρμένιους και Έλληνες μεταξύ αυτών. Επιπλέον, αρκετοί από τους γηγενείς κατοίκους του νησιού ασπάστηκαν το Ισλάμ κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας για να απαλλαγούν από τις βαριές φορολογίες της Υψηλής Πύλης. Παρόλα αυτά, η άφιξη κυρίως Μουσουλμάνων εποίκων στην Κύπρο συνεχίστηκε κατά διαστήματα έως και το τέλος της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί. Σύμφωνα με τον Nevzat Hatay, το γεγονός ότι η τουρκική γλώσσα ήταν η κύρια γλώσσα που ομιλούνταν από τους Μουσουλμάνους του νησιού αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν είτε Τουρκόφωνοι Ανατολίτες είτε έχουν τουρκικό υπόβαθρο και από αυτούς προέκυψε η σημερινή τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Σήμερα, ενώ στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα της Κύπρου κατοικεί σημαντικός αριθμός Τουρκοκυπρίων, αρκετοί Τουρκοκύπριοι κατοικούν στο εξωτερικό. Η διασπορά αυτή άρχισε να υφίσταται μετά την παραχώρηση του νησιού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία, καθώς αρκετοί Τουρκοκύπριοι μετανάστευσαν πρωτίστως στην Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Η μετανάστευση αυτή κλιμακώθηκε με αφορμή τις διακοινοτικές ταραχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν σε θύλακες που ελέγχονταν στρατιωτικά από τους ίδιους στην Κύπρο και αρκετοί μετανάστευσαν.
Αγγλοκρατία
Στις επίσημες απογραφές πληθυσμού της περιόδου της Αγγλοκρατίας (που άρχισαν από το 1881) και σε άλλα έγγραφα της ίδιας περιόδου, συνήθως ο διαχωρισμός δεν γινόταν σε Έλληνες και Τούρκους Κυπρίους αλλά σε Μωαμεθανούς (Mahomedans) και σε μη Μωαμεθανούς (non-Mahomedans) ή ακόμη σε Μουσουλμάνους (Moslems) και σε Χριστιανούς (Christians). Μόνο σποραδικά απαντώνται οι όροι Έλληνες και Τούρκοι, που όμως τελικά καθιερώνονται από τους Βρετανούς περί το τέλος της περιόδου της Αγγλοκρατίας. Πιο πριν, απαντάται διαχωρισμός ως προς τη μητρική γλώσσα, που αναφέρεται για τους μεν ως τουρκική (turkish) και για τους δε ως ελληνική (greek). Αλλ' ήδη στην τελευταία επίσημη απογραφή πληθυσμού της περιόδου της Αγγλοκρατίας (που έγινε το 1956), ο διαχωρισμός είναι σαφέστατος σε ελληνικό πληθυσμό (greek population) και σε τουρκικό πληθυσμό (turkish population) της Κύπρου, και σε Έλληνες (Greeks) και σε Τούρκους (Turks). Οι υπόλοιποι χαρακτηρίζονται ως «άλλοι» (other). Λεπτομέρειες βλέπε στο δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος άρθρου, όπου εξετάζεται η αριθμητική δύναμη των Τουρκοκυπρίων.
Ο όρος λοιπόν Τούρκοι της Κύπρου (= Τουρκοκύπριοι) καθιερώθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, για λόγους που εξυπηρετούσαν τα πολιτικά σχέδια και τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, σ' αντιπαράθεση προς τον όρο Έλληνες της Κύπρου (= Ελληνοκύπριοι).
Μετά το 1974
Η πρώτη φάση 1974-1985
Οι έποικοι και η τουρκοκυπριακή ταυτότητα
Η τουρκικότητα υπήρξε το δομικό στοιχείο της τουρκοκυπριακής εθνικής ταυτότητας στην περίοδο μέχρι το 1974. Η "απειλή" του φυσικού εκτοπισμού, κατά το πρότυπο της Κρήτης, συνεπεία της ελληνοκυπριακής διεκδίκησης για ένωση ή ακόμη και η "απειλή" της αφομοίωσης από μια πανίσχυρη πλειοψηφία επέδρασε καταλυτικά στην εμφάνιση και ριζοσπαστικοποίηση του τουρκικού εθνικισμού ανάμεσα στους Κυπρίους-μουσουλμάνους. Η ανάδειξη της τουρκικότητας των Τουρκοκυπρίων ενίσχυσε τη διαφορετικότητα των δύο κοινοτήτων και περιόρισε τις αφομοιωτικές δυναμικές μιας εν πολλοίς "ελληνοποιημένης" κοινωνίας. Η αφήγηση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού αγνόησε παντελώς την πολιτισμική συνάφεια Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και καλλιέργησε συστηματικά την ολοκληρωτική φαντασιακή ταύτιση των Τουρκοκυπρίων με το τουρκικό έθνος. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 η "απειλή" της πλήρους ελληνοκυπριακής επικυριαρχίας συσπείρωσε, περαιτέρω, τους Τουρκοκυπρίους γύρω από εθνικιστικούς συμβολισμούς και διεκδικήσεις. Η επίτευξη των εθνικών πόθων με την "ειρηνευτική επέμβαση" του 1974 δεν μετέβαλε τις βασικές ιδεολογικές παραμέτρους του τουρκοκυπριακού εθνικιστικού κινήματος. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων επιδίωξαν τη διαμόρφωση ενός αμιγώς τουρκικού "χώρου" και επομένως η μεταφορά Τούρκων, από τη "μητέρα πατρίδα", υπήρξε προϋπόθεση για την ενίσχυση της τουρκικότητας της βόρειας Κύπρου. Στο πρώτο "ρεύμα" του εποικισμού συμμετείχαν στρατιώτες που έλαβαν μέρος στην τουρκική εισβολή και τα μέλη των οικογενειών τους, καθώς και εξειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό το οποίο επωμίστηκε τη διοικητική και οικονομική ανασυγκρότηση της νέας "κρατικής" οντότητας. Προερχόμενοι, ως επί το πλείστον, από την κοσμική δυτική Τουρκία εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα, ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους. Η κοινωνική τους ένταξη επιτυγχάνεται ομαλά και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αφού οι πολιτισμικές και αξιακές διαφορές με τους Τουρκοκυπρίους δεν είναι έντονες. Στο πρώτο "ρεύμα" περιλαμβάνεται και μια πολυπληθής ομάδα εξαθλιωμένων χωρικών από περιοχές της Μαύρης Θάλασσας της κεντρικής και νοτιοανατολικής Τουρκίας οι οποίοι, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, δελεάστηκαν από την πολιτική χορήγησης κινήτρων της τουρκοκυπριακής "διοίκησης". Η κατηγορία αυτών των ανθρώπων προερχόταν, ως επί το πλείστον, από συντηρητικές και θρησκευόμενες περιοχές της Τουρκίας, γεγονός που τους καθιστούσε πολιτισμική "παραφωνία" για την κοσμική τουρκοκυπριακή κοινότητα. Παρά ταύτα η παρουσία τους δεν επηρέασε σημαντικά την τουρκοκυπριακή "καθημερινότητα", αφού η εγκατάστασή τους σε εγκαταλελειμμένα ελληνοκυπριακά χωριά "περιόρισε" την επαφή τους με τους Τουρκοκύπριους. Εντούτοις, παγίωσε από νωρίς ένα κοινωνικό και πολιτισμικό διαχωρισμό ο οποίος θα δυσχέραινε την ενσωμάτωση αυτών των εποίκων στο τουρκοκυπριακό κοινωνικό γίγνεσθαι. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονταν και αναγνώριζαν πως η δημογραφική "ενίσχυση" συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας όσο και για την οικοδόμηση ενός τουρκοκυπριακού "κράτους". Στην περίοδο 1974-1978, η επίκληση της πολιτισμικής "απειλής" και της δημογραφικής "ανασφάλειας" από την παρουσία των εποίκων υπήρξε εν πολλοίς προσχηματική. Στην πραγματικότητα πίσω από τέτοιες αναφορές υποκρυπτόταν η έντονη δυσαρέσκεια Τουρκοκυπρίων από τον διαμοιρασμό τόσο των διορισμών στη δημόσια διοίκηση, όσο και των ελληνοκυπριακών περιουσιών με τους "απολίτιστους" εποίκους.
Τα δεδομένα θα αρχίσουν να μεταβάλλονται στη δεκαετία του 1980 όταν ο αριθμός των εποίκων θα συνεχίσει να αυξάνεται και η παρουσία τους θα καταστεί περισσότερο "αντιληπτή" σε τουρκοκυπριακές "περιοχές". Σε αυτή την περίοδο αρχίζει να συγκροτείται, στον χώρο της Αριστεράς, ένας ιδιότυπος τουρκοκυπριακός εθνικισμός ο οποίος διεκδικούσε τη διακριτή του ύπαρξη όχι μόνο έναντι των Ελληνοκυπρίων, αλλά και έναντι της ασφυκτικής παρουσίας της Τουρκίας, τον παρεμβατικό ρόλο της οποίας αντανακλούσε με τον πιο εμφαντικό τρόπο η παρουσία των εποίκων. Η προβολή της κυπριακής πολιτισμικής κουλτούρας ως αναπόσπαστου στοιχείου της τουρκοκυπριακής ταυτότητας επιδίωξε να απονομιμοποιήσει την παρουσία των εποίκων στον τουρκοκυπριακό/κυπριακό "χώρο", και αναπόφευκτα υπέσκαψε συν τω χρόνω το πολιτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του τουρκικού εθνικισμού στην Κύπρο. Εντούτοις η ηγεμονία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς σε ιδεολογικό επίπεδο παρέμεινε αδιαμφισβήτητη ενόσω η μονοπωλιακή διαχείριση της "κρατικής" εξουσίας και των διανεμητικών δικτύων και μηχανισμών της επέτρεπαν να συντηρεί τη νομιμοφροσύνη της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων και να αναπαραγάγει την πολιτική της εξουσία.
Σώτος Κτωρής