Η κίσσα ή κίττα των αρχαίων Ελλήνων. Garrulus glandarius glaszneri. Οικογένεια: Corvidae. Ο Αριστοτέλης την περιγράφει ως εξής: φωνάς μεταβάλλει πλείστας (καθ' ἑκάστην γάρ ὡς εἰπεῖν ἡμέραν ἄλλην ἀφίησι). Τίκτει δέ περί ἐννέα ᾠά, ποιεῖται δέ τήν νεοττιάν ἐπί τῶν δένδρων ἐκ τριχῶν καί ἐρίων... ὅταν δ' ὑπολοίπωσιν αἱ βάλανοι, ἀποκρύπτουσα ταμιεύεται... ὡς γάρ τήν πτηνήν κίσσαν ποικίλην εἶναι πτιλώσεως ἓνεκα καί φωνῆς ...κλπ... ὄρνεον ἀδηφάγον καί παμφάγον... Από άλλες δε αρχαίες πηγές μαθαίνουμε ότι η κίσσα εθεωρείτο πολύ φλύαρο πουλί (λάληθρος κίσσα).
Στην Κύπρο το πουλί αυτό απαντάται σε ωραιότατο υποείδος που είναι ενδημικό (απαντάται μόνο στην Κύπρο). Φωλιάζει στην οροσειρά του Τροόδους, σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μέτρα. Τον χειμώνα ωστόσο κατεβαίνει για να διαχειμάσει χαμηλότερα, στους πρόποδες της οροσειράς, μέχρι και σε υψόμετρο 460 περίπου μέτρων. Στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου εμφανίζεται σπάνια και μόνο τον χειμώνα, αλλά δεν μένει για να γεννήσει.
Στο χρώμα της η τζ’ίσσα έχει μερικά αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά με κυριότερο το χρώμα των φτερούγων της που έχει ωραίες γαλάζιες, μαύρες και άσπρες αποχρώσεις. Έχει κάτασπρα φτερά στο τέλος του κορμού προς την ουρά και στο κάτω μέρος της ουράς, σε αντίθεση προς την κατάμαυρη ουρά. Έχει επίσης μεγάλες άσπρες κηλίδες σε αντίθεση προς το μαύρο και καφέ χρώμα στο πάνω μέρος των φτερούγων, ένα από τα χαρακτηριστικά του υποείδους της Κύπρου, κυριότερο των οποίων είναι το μικρό της μέγεθος που φθάνει τα 32 εκατοστόμετρα, ενώ άλλα ευρωπαϊκά υποείδη φθάνουν τα 34 εκατοστόμετρα. Φωλιάζει συνήθως πάνω σε πεύκα και φτιάχνει τη φωλιά της με πευκοβελόνες, χρησιμοποιώντας κάποτε και λίγο πηλό. Γεννά 4-6 αυγά. Τρέφεται συνήθως με λαχανικά και καρπούς, όπως βαλανίδια, φρούτα, επίσης με αυγά και νεογνά από φωλιές άλλων πουλιών αλλά και με βλαβερά έντομα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια