Turdus philomelos. Οικογένεια: Turdidae. Χειμωνιάτικο για την Κύπρο πουλί, που έρχεται κατά τα μέσα Οκτωβρίου για να διαχειμάσει και φεύγει τον Μάρτιο για την Ευρώπη. Έχει χρώμα γκριζοκαφέ στο πάνω μέρος του κορμού μέχρι και την ουρά, με ελαφρές ραβδώσεις στην κορφή της κεφαλής. Το κάτω μέρος είναι άσπρο με καστανά στίγματα και τα πλευρά είναι ανοικτού καφέ χρώματος. Κάτω από τις φτερούγες έχει καφέ χρώμα, ορατό όταν πετά. Το μέγεθός της φθάνει τα 23 εκατοστόμετρα.
Γεννά στη Σουηδία, Αγγλία, Κεντρική και Μεσογειακή Ευρώπη, Βαλκάνια (εκτός της Ελλάδας), μέχρι την Ασία. Φωλιάζει σε θάμνους και κάνει 4 - 6 αυγά. Τρέφεται κυρίως με έντομα, σκουλήκια και σαλιγκάρια (που σπάζει το κέλυφός τους χτυπώντας το σε πέτρα) και με καρπούς ελιάς, μερσινιάς, δάφνης, αόρατου, τρεμιθιάς, σχινιάς, αντρουκλιάς κ.α., καθώς και με φρούτα όπως μήλα, αχλάδια, ρόδια, σταφύλια κλπ. Διαχειμάζει, εκτός από την Κύπρο, και στη βόρειο Αφρική, Μέση Ανατολή, χερσόνησο του Σινά, Αραβία.
Η τζ’ίκλα έχει μελωδική φωνή, όμως στην Κύπρο ακούγεται να κελαηδάει μόνο κατά τις ηλιόλουστες και θερμές μέρες του χειμώνα, ή κατά τον Μάρτιο, πριν αναχωρήσει. Είναι πολύ χρήσιμο πουλί γιατί η κύρια τροφή του είναι τα σκουλήκια και τα έντομα. Όμως επειδή έχει κρέας εύγευστο και επειδή δεν κινδυνεύει με αφανισμό, δεν προστατεύεται και το κυνήγι του επιτρέπεται.
Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την τζ’ίκλα ήδη από τα Ομηρικά χρόνια. Μάλιστα η τοπική κυπριακή της ονομασία (τζ’ίκλα) προέρχεται από την αρχαία ελληνική κίχλη και κιχήλη, ή ακόμη και ίχλα, ίσχλα κ.α. Ο Αριστοτέλης την περιγράφει λέγοντας: μεταβάλλει δέ καί ἡ κίχλη τό χρῶμα ۠ τοῦ μέν γάρ χειμῶνος ψαρά, τοῦ δέ θέρους ποικίλα τά περί τόν αὐχένα ἴσχει ۠ τήν μέντοι φωνήν οὐδέν μεταβάλλει. Γράφει ακόμη: αἱ δέ κίχλαι νεοττιάν [=φωλιά] μέν ποιοῦνται ὣσπερ αἱ χελιδόνες ἐκ πηλοῦ ἐπί τοῖς ὑψηλοῖς τῶν δένδρων, ἐφεξῆς δέ ποιοῦσιν ἀλλήλας καί ἐρχομένας, ὢστ' εἶναι διά τήν συνέχειαν ὥσπερ ἀρμαθόν νεοττιῶν.
Ο Αριστοτέλης περιγράφει συνολικά τρία είδη τζ’ίκλας, γράφοντας και τα εξής: κιχλῶν δ' εἴδη τρία ۠ ἡ μέν ἰξοβόρος ۠ αὓτη δ' οὔκ ἐσθίει ἀλλ’ ἡ ἰξόν καί ῥητίνην, τό δέ μέγεθος ὅσον κίττα ἐστίν ۠ ἑτέρα τριχάς ۠ αὕτη δ' ὀξύ φθέγγεται, τό δέ μέγεθος ὅσον κόττυφος ۠ ἄλλη δ' ἥν καλοῦσί τινες ἰλιάδα, ἐλαχίστη τε τούτων καί ἧττον ποικίλη.
Αν και ο Αριστοτέλης περιγράφει τρία είδη, σήμερα στην Ελλάδα απαντώνται τέσσερα εκ των οποίων μόνο το ένα φωλιάζει εκεί. Και τα τέσσερα είδη έρχονται και στην Κύπρο, όπου είναι γνωστά με τοπικές ονομασίες. Εκτός από την τζ’ίκλα που περιγράφεται εδώ, τα άλλα τρία είδη είναι η τζ’ίκλα η κοτσ’ινοφτέρα (Turdus iliacus), η τρυονότζ’ικλα (Turdus viscivorus) και η τσαρτζάρα (Turdus pilaris), που περιγράφονται στα αντίστοιχα λήμματα.