Κυλινδρικό αγγείο από πηλό που εψήνετο (όπως και τα διάφορα άλλα αγγεία) σε καμίνια, και εχρησιμοποιείτο για εκτροφή μελισσιών. Είχε μήκος περί τα 70 εκατοστόμετρα και διάμετρο περί τα 20 ή και περισσότερα.
Τα τζ’ιβέρκια συνήθως τα έκτιζαν το ένα πάνω από το άλλο, σε σειρές, κάτω από στεγασμένα υπόστεγα που ονομάζονταν μελισσαρκά (τα). Άλλοτε πάλι εντοιχίζονταν στους εξωτερικούς τοίχους των αγροτικών κατοικιών, αρκετά δε σώζονται και σήμερα σε πλινθόκτιστα κυρίως σπίτια σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Μελισσαρκά υπήρχαν, μεγαλύτερα ή μικρότερα, σχεδόν σε όλα τα μοναστήρια και στα χωριά που περιτριγυρίζονταν από χαμηλή βλάστηση (όπως θρουμπιά, μερσίνια, κόνιζοι κ.α.), όπου ήταν ανεπτυγμένη η μελισσοκομία.
Το τζ’ιβέρτιν ήταν είδος «κυψέλης» για μελίσσια. Κλεινόταν και στις δυο του άκρες με πλάκες από πέτρα ή μάρμαρο και πηλό ή γύψο. Η πλάκα του μπροστινού μέρους είχε μικρή τρύπα στο κάτω μέρος της, απ' όπου μπαινόβγαιναν οι μέλισσες. Στο εσωτερικό του τζ’ιβερκιού οι μέλισσες κατασκεύαζαν τις «πίττες» (=κηρήθρες) κάθετα, την μια πίσω από την άλλη. Ο τρυγητός και η συλλογή της παραγωγής γινόταν εύκολα με ένα κοφτερό στην άκρη εργαλείο, που έκοβε τις «πίττες». Κάποτε μερικά μελίσσια κατασκεύαζαν τις κηρήθρες τους οριζόντια («του μάκρου του τζ’ιβερκιού»), και στις περιπτώσεις αυτές ο τρυγητός ήταν προβληματικός. Τότε οι μελισσάρηες (= μελισσοκόμοι) αναγκάζονταν να αφαιρούν όλες τις κηρήθρες ώστε οι μέλισσες να κτίσουν άλλες, κατακόρυφα. Εάν οι μέλισσες και τον επόμενο χρόνο έκτιζαν οριζόντια, τότε μετά τον τρυγητό έκαιγαν το μελίσσι και το αντικαθιστούσαν με νέο σμήνος. Τέτοια προβληματικά μελίσσια ονομάζονταν σπαθκιάες ή κακοτρύητες (= κακοτρύγητα).
Τα εντοιχισμένα στους τοίχους σπιτιών τζ’ιβέρκια τρυγιούνταν από το πίσω μέρος τους που άνοιγε στο εσωτερικό των σπιτιών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα εισήχθησαν στην Κύπρο οι ξύλινες κυψέλες, που σταδιακά αντικατέστησαν τα πήλινα τζ’ιβέρκια (βλέπε σχετικά και στο λήμμα μέλι).