Άγγλος διπλωμάτης, περιηγητής και συγγραφέας, που καταγόταν από το Yarmouth της Ανατολικής Αγγλίας. Γεννήθηκε το 1792 και πέθανε το 1867. Το 1812 διορίστηκε στη βρετανική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως, όπου υπηρέτησε για πέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Αλβανία και σε πολλά μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τον Φεβρουάριο του 1815 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην Κύπρο και τη Μέση Ανατολή. Στις 11 Μαρτίου έφθασε στην Κύπρο όπου παρέμεινε μέχρι τις 22 του ίδιου μήνα και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Λίβανο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και το Όρος Σινά. Κατά την επιστροφή του επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο από τις 3 Οκτωβρίου μέχρι τις 21 Νοεμβρίου του 1815. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1820, εξέδωσε στο Λονδίνο σε τρεις τόμους τις σημειώσεις του ημερολογίου του, που κράτησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, με τον τίτλο Journal of a Tour in the Levant (Ημερολόγιο ενός Ταξιδιού στην Ανατολή). Ο C. D. Cobham, στο εξαιρετικά σημαντικό και πολύ γνωστό έργο του Excerpta Cypria, Cambridge, 1908, περιέλαβε (σσ. 424-450) τα αποσπάσματα του έργου του Turner, που αναφέρονται στην επίσκεψή του στην Κύπρο.
Τα αποσπάσματα αυτά είναι πραγματικά πολύ χρήσιμα και ενδιαφέροντα. Ο Turner δίνει στοιχεία για τον πληθυσμό της Κύπρου το 1815, ο οποίος -εξαιτίας της τυραννίας της Οθωμανικής διοίκησης- είχε μειωθεί στις 60 έως 70 χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 40 χιλιάδες ήταν Έλληνες. Δίνει επίσης στοιχεία για τις εξαγωγές της προηγούμενης δεκαετίας, στις οποίες κυριαρχούσαν το βαμβάκι, το μετάξι, το κρασί, τα χαρούπια, το ερυθρόδανο και το φαιόχωμα και σημειώνει πως η εμπορική κίνηση μειωνόταν συνεχώς λόγω της μείωσης του πληθυσμού.
Σημαντικότερες είναι οι πληροφορίες που δίνει για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των κατοίκων, για τα ήθη και έθιμά τους, για την κατάσταση των χωριών και των πόλεων, για τη γεωργία, για τη φύση της Κύπρου, για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφθηκε κατά την περιήγηση την οποία πραγματοποίησε σε ένα μεγάλο μέρος του νησιού. Έχοντας σαν βάση τη Λάρνακα και με την ευκολία που του παρείχε η διπλωματική του ιδιότητα, επισκέφθηκε τη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, τα μοναστήρια του Σταυροβουνιού και του Κύκκου, την Πάφο, τη Λεμεσό και πολλά ενδιάμεσα χωριά.
Κατά την παραμονή του στη Λευκωσία επισκέφθηκε και τον αρχιεπίσκοπο, του οποίου δεν αναφέρει το όνομα -ήταν ο Κυπριανός, ο μετέπειτα εθνομάρτυρας- τον οποίο χαρακτήρισε σαν τον πραγματικό κυβερνήτη του νησιού, λόγω και των προνομίων που είχε και της δύναμης και επιρροής που είχε αποκτήσει στα θέματα της συλλογής της φορολογίας (Excerpta Cypria, σσ. 428 και 447). Περιγράφει με μελανά χρώματα τη βαριά φορολογία, την κακοδιοίκηση των οθωμανικών αρχών, αλλά επικρίνει ταυτόχρονα και το ιερατείο για τον ρόλο που είχε αναλάβει σχετικά με τη συλλογή της φορολογίας (ό.π.π., σ. 447).
Ενδιαφέρουσες και αξιοσημείωτες είναι και οι πληροφορίες που δίνει για τους Μουσουλμάνους κατοίκους της Κύπρου, που αποδεικνύουν την ευρεία διάδοση του κρυπτοχριστιανισμού ανάμεσά τους και κατά συνέπεια την προέλευσή τους από εξισλαμισμένους Χριστιανούς (βλέπε και λήμμα λινοβάμβακοι). Αναφέρει ο Turner: «Πολλοί που παρουσιάζονται σαν Μουσουλμάνοι είναι στα κρυφά Έλληνες και τηρούν όλες τις πολυάριθμες νηστείες της Εκκλησίας εκείνης. Όλοι πίνουν ελεύθερα κρασί και πολλοί απ' αυτούς τρώνε χοιρινό χωρίς τύψη, στα κρυφά, πράγμα ανήκουστο στην Τουρκία. Συχνά νυμφεύονται Ελληνίδες του νησιού».