Τερατσιά (η) λέγεται στην Κύπρο η χαρουπιά. Κερατέα η έλλοβος. Επιστημονική ονομασία: Ceratonia siliqua. Οικογένεια: Ελλοβοκάρπων (Leguminosae). Αγγλική ονομασία: Carob tree. Η τοπική κυπριακή ονομασία τερατσιά προήλθε προφανώς από την αρχαία ελληνική ονομασία κερατέα. Ο δε καρπός του δέντρου, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν κεράτιον (όπως αναφέρει ο Διοσκουρίδης), στην Κύπρο λέγεται σήμερα τεράτσιν (το). Αντίθετα η ονομασία χαρουπιά (και χαρούπιν ο καρπός), έχει αραβική προέλευση.
Γνωστότατο από την Αρχαιότητα, το δέντρο αυτό καλλιεργήθηκε εκτεταμένα στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές, τα δε τεράτσια αποτελούσαν μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα βασικό εξαγωγικό προϊόν της Κύπρου. Τόσο βασικό μάλιστα, που μερικοί ονόμαζαν τους καρπούς αυτούς της τερατσ’ιάς «μαύρο χρυσάφι» της Κύπρου.
Η τερατσιά είναι μεγάλο δέντρο ύψους 6 έως 10 μέτρων, αειθαλές, μακρόβιο, που απαντάται και αυτοφυόμενο, σε άγρια κατάσταση (η λεγόμενη αρκοτερατσιά). Το δέντρο απαντάται σε διάφορες ποικιλίες που είναι γνωστές στην Κύπρο με τοπικά ονόματα, ανάλογα κυρίως προς τα χαρακτηριστικά του δέντρου ή του καρπού του: Αρκοτερατσιά, παστοτερατσιά, αρσενιτζή, αποστολιτζή, ήμερη, σαρατζινίτζη, κοτσίνα, κουμπωτή, κουντούρα, μαυροτερατσιά, μελοτερατσιά κλπ. Ανάλογες είναι και οι ονομασίες του καρπού, όπως λ.χ. μελοτέρατσον, μαυροτέρατσον, κουντούριν κλπ.
Η τερατσιά είναι πολύ κοινό δέντρο στην Κύπρο. Οι καρποί του μάλιστα θεωρούνταν ως ο μαύρος χρυσός της Κύπρου. Απαντάται σε πολλές περιοχές, κυρίως σε χαμηλές πλαγιές και πετρώδη εδάφη παντού στο νησί, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 800 μέτρων περίπου. Συχνά βρίσκεται και στη μέση χωραφιών που καλλιεργούνται με σιτηρά, γενικά δε είναι πολύ χαρακτηριστικό είδος βλάστησης του παραλιακού και του ημιορεινού κυπριακού τοπίου.
Το δέντρο αρχίζει να καρποφορεί συνήθως μετά το 7ο έτος της ηλικίας του. Οι καρποί του είναι λοβοί πεπλατυσμένοι, μήκους μεταξύ 10-25 εκατοστομέτρων και 2-3 εκατοστομέτρων πλάτους, χρώματος πράσινου αρχικά και καστανού ή σκούρου καφέ έως μαύρου όταν ωριμάσουν. Συνήθως είναι περιστραμμένοι και θυμίζουν το κέρατο της κατσίκας, απ' όπου και η αρχαία ονομασία κεράτιον (και κερατέα το δέντρο). Όταν ωριμάσουν οι καρποί είναι σκληροί και ξυλώδεις, περιέχουν δε 10-18 σπέρματα κι είναι σακχαρώδεις.
Χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα για τη διατροφή τόσο των ζώων όσο και των ανθρώπων, ενώ χρησιμοποιούνται ευρέως και στη φαρμακοποιία. Από τα τεράτσ’ια κατασκευάζονταν επίσης δροσιστικά ποτά (σερμπέτια) και γλυκίσματα (παστέλλιν στην Κύπρο, κατασκευαζόμενο από τερατσόμελον). Οι καρποί, όταν είναι άωροι, έχουν και βαφικές ιδιότητες. Επίσης από τα τεράτσια παραγόταν και είδος σκούρας ζάχαρης.
Τα τεράτσια ωριμάζουν το καλοκαίρι και μαζεύονται κατά τον Αύγουστο. Σε παλαιότερες εποχές, όταν το δέντρο αυτό εκαλλιεργείτο εκτεταμένα, έβλεπε κανένας ολόκληρες πομπές χωρικών με τα ζώα τους και με μακριά ξύλινα κοντάρια (βάκλες) που πήγαιναν για να μαζέψουν τον πολύτιμο καρπό της τερατσιάς: Το μάζεμα του καρπού γινόταν με βάκλισμα. Δηλαδή με ραβδισμό του δέντρου, οπότε τα τεράτσ’ια έπεφταν στο έδαφος απ' όπου και μαζεύονταν. Στη συνέχεια ετοποθετούντο σε σακκιά και μεταφέρονταν σε ειδικές αποθήκες σε διάφορα παράλια μέρη του νησιού, απ' όπου και φορτώνονταν σε καράβια για εξαγωγή. Τέτοιες παλαιές αποθήκες τερατσιών σώζονται ακόμη σε διάφορα παράλια μέρη της Κύπρου (Λεμεσός, Πάφος, Ζύγι, Λατσί, Ακανθού κ.α.).
Για την παραγωγή και εμπορία τερατσιών ομιλούν παλαιοί ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν σε διάφορες εποχές την Κύπρο. Μεταξύ αυτών ο John Locke που επεσκέφθη την Κύπρο το 1553 (περίοδος Βενετοκρατίας) γράφει ότι στη Λεμεσό τα βενετσιάνικα καράβια φόρτωναν μεγάλες ποσότητες χαρουπιών, κι ότι ολόκληρο το νησί ήταν γεμάτο από χαρουπιές (βλ. Excerpta Cypria, p. 72). Ο Ioannes Cotovicus (1598-9) γράφει επίσης για την ύπαρξη μεγάλου αριθμού δέντρων χαρουπιάς, στην Κύπρο, περιγράφει τα δέντρα και τους καρπούς, όπως και την παραγωγή τερατσόμελου και δίνει κι άλλες σχετικές πληροφορίες (Excerpta Cypria, p. 188-189). Ο Pietro della Valle (1625) γράφει ότι στην περιοχή της Λεμεσού, και κατά μήκος της ακτής, είδε τον χώρο γεμάτο με χαρουπόδεντρα, προσθέτει δε ότι η πόλη της Λεμεσού διεξάγει μεγάλο εμπόριο χαρουπιών που εξάγονται στη Βενετία και σε άλλα μέρη (Excerpta Cypria, p. 214). Ο Heyman (1720) δίνει την πληροφορία ότι τα τεράτσια ονομάζονταν και ψωμί του αγίου Ιωάννη λόγω της αντίληψης ότι ο Βαπτιστής, όταν ζούσε στην έρημο, τρεφόταν όχι με ακρίδες αλλά με χαρούπια (η αντίληψη αυτή είναι ακόμη ευρύτατα γνωστή). Ο ίδιος επισκέπτης αναφέρει και παρασκευάσματα από τα τεράτσια (Excerpta Cypria, p. 247). Ο Alexander Drummond (1745 και 1750) λέγει μεταξύ άλλων ότι τότε η Κύπρος έκανε εξαγωγές (κυρίως στην Αίγυπτο) 500 κανταριών ή 125 τόνων τερατσιών ετησίως (Excerpta Cypria, p. 281).
Ο Αθ. Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, τόμος Α', 1890, σ. 245), υπενθυμίζει την παλαιά παράδοση ότι το λείψανο του αποστόλου Βαρνάβα ευρέθη στην Κύπρο κάτω από ένα δέντρο χαρουπιάς. Δίνει επίσης την πληροφορία ότι δέντρα τερατσ’ιάς υπήρχαν πάρα πολλά στις επαρχίες Πάφου, Λεμεσού, Λάρνακας, Κερύνειας, και σχεδόν σε όλες τις παράλιες περιοχές του νησιού. Προσθέτει ότι η τερατσιά φύεται άγρια κι αφού αναπτυχθεί εμβολιάζεται σε ήμερη. Γράφει ακόμη ότι τά τεράτσια της Κύπρου εἶνε λίαν ζαχαρώδη καί μελιττώδη κι απ' αυτά ἐκβάλλουσιν ἐν τῇ νήσῳ τό κεράτιον μέλι, κοινῶς τερατσόμελον καλούμενον, καί ἐξ' αὐτοῦ ἔπειτα κατασκευάζουσι τό γλύκισμα τό καλούμενον παστέλιον. Τέλος, ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι κατά την εποχή του τα κυπριακά χαρούπια εξάγονταν στη Ρωσία, Ιταλία, Αυστρία, Γαλλία, Αγγλία, Τουρκία, Αίγυπτο.
Μάλιστα, η Γερμανίδα αρχαιολόγος Magda Ohnefalsch-Richter, η οποία πέρασε πολλά χρόνια στο νησί, κατά την περίοδο 1894-1912, σχολίασε εκτενώς ότι, «χωρίς αυτό το δώρο της φύσης το νησί θα μπορούσε να είχε από καιρό κηρύξει πτώχευση». Επισήμανε ότι τα κυπριακά χαρούπια βαθμολογήθηκαν ως τα καλύτερα στον κόσμο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας τους σε ζάχαρη.
Κατά την περίοδο 1962-66, ο μέσος αριθμός των χαρουπιών, σε οπωροφόρα κατάσταση, ήταν 2,4 εκατομμύρια. Αυτό, με τη σειρά του, απέδιδε κατά μέσο όρο 48.000 τόνους ή 20 κιλά χαρούπια ανά δένδρο. Η παραγωγή και εξαγωγή του χαρουπιού, παρέμεινε μια ακμάζουσα βιομηχανία, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, φτάνοντας στη μέγιστη εξαγωγή των 62,000 τόνων το 1968. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το εισόδημα άγγιζε τα δύο εκατομμύρια λίρες. Στη δεκαετία του 60 η Κύπρος κατείχε την 3η θέση παγκοσμίως στην παραγωγή χαρουπιών, με την Ισπανία και την Ιταλία να κατέχουν την 1η και την 2η αντίστοιχα.
Λόγω της τουρκικής εισβολής όμως του 1974, χάθηκαν σημαντικές εκτάσεις χαρουπιών και η παραγωγή μειώθηκε σε ένα ετήσιο μέσο όρο της τάξης των 20.000 τόνων, κατά τη δεκαετία 1975-1985. Σήμερα, από τα 30.000 εκτάρια γης που υπήρχαν πριν το 1974, παραμένουν μόνο 1.700 εκτάρια χαρουπόδεντρων και καμία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανωμένη χαρουποφυτεία.
Η τερατσιά απαντάται και σήμερα σε πολλά μέρη του νησιού, όχι όμως σε τόσο μεγάλη έκταση καλλιέργειάς της όπως σε παλαιότερες εποχές. Το δέντρο είναι ευπρόσβλητο σε διάφορες ασθένειες, ενώ κυριότερος εχθρός του είναι η ποντίκα που τρώει τα τρυφερά του μέρη με αποτέλεσμα να ξηραίνεται.
Αναβίωση της καλλιέργειας
Από τις αρχές του 21ου αιώνα πάντως η καλλιέργεια της χαρουπιάς στην Κύπρο επιστρέφει. Σχετική πρωτοβουλία ανέλαβε και το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Το Υπουργείο Γεωργίας μέσω ειδικών προγραμμάτων προσβλέπει στη στήριξη της μεταποίησης του Κυπριακού χαρουπιού και στη στήριξη των αγροτών για ν’ αντιμετωπίσουν τους εχθρούς της χαρουπιάς – κυρίως τα τρωκτικά – είτε μέσα από την επέκταση του προγράμματος εγκατάστασης φωλιών για ανθρωποπούλια, που είναι ο βιολογικός εχθρός των ποντικών, είτε μέσα από ελεγχόμενη διοχέτευση δολωμάτων, όπου αυτό κρίνεται απόλυτα απαραίτητο.
Το Υπουργείο Γεωργίας επί υπουργίας Κώστα Καδή επιχείρησε μέσα από τα μέτρα αυτά, καθώς και την προσπάθεια για τυποποίηση και κατοχύρωση, σε διεθνές επίπεδο, των προϊόντων που παράγονται από τα χαρούπια, να δώσουν προστιθέμενη αξία στα προϊόντα αυτά και να αναβαθμίσουν το ρόλο της χαρουποκαλλιέργειας , «μιας φιλικής προς το περιβάλλον καλλιέργειας, με πολλά πλεονεκτήματα, οικονομικά και περιβαλλοντικά».
Χαρακτηριστικά από το 2017 έως το 2020 έχει παρατηρηθεί μία αύξηση της τάξης του 15% στις επαγγελματικές καλλιέργειες χαρουπιάς, οι οποίες δηλώνονται για τα προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας.
Ταυτόχρονα το Υπουργείο Γεωργίας έχει ξεκινήσει διαδικασία κατοχύρωσης του χαρουπιού.
Στο χωριό Ανώγυρα της επαρχίας Λεμεσού λειτουργεί σημερα Μουσείο Χαρουπιού.
Πηγή: