Χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου, στη γεωγραφική περιφέρεια της Καρπασίας, περί τα 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Αμμοχώστου. Βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχή της Κύπρου.
Η Ταύρου είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 50 μέτρων, το δε τοπίο της έχει μια γενική κλίση προς τη θάλασσα. Το ψηλότερο σημείο στην περιοχή της βρίσκεται πολύ κοντά στα βορειοανατολικά του οικισμού (81 μέτρα).
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, κροκάλες και ψαμμιτικές μάργες), οι αποθέσεις των αναβαθμίδων και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες, τέρρα ρόζα, καφκάλλες και αιολικά (ανεμογενή) εδάφη.
Η Ταύρου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 410 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή της καλλιεργούνταν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τα σιτηρά, τα νομευτικά φυτά, οι ελιές, οι χαρουπιές και ο καπνός. Υπήρχαν επίσης αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις που καταλαμβάνονταν από ποικίλη άγρια βλάστηση, κυρίως σχινιές, μοσφιλιές, αόρατους, αγριοελιές και αγριοτερατσιές. Μεγάλο μέρος του κρατικού δάσους Πυρόγεια εμπίπτει στα διοικητικά όρια του χωριού.
Όσον αφορά τη κτηνοτροφία, το 1973 εκτρέφονταν από 63 κτηνοτρόφους 677 πρόβατα, 130 κατσίκες και 1.160 πουλερικά.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Ταύρου βρίσκεται δίπλα στον κύριο δρόμο Αμμοχώστου-Γιαλούσας. Μέσω του δρόμου αυτού συνδέεται στα βορειοανατολικά με το χωριό Κώμα του Γιαλού (περί τα 7 χμ.) και στα νοτιοδυτικά με το χωριό Άγιος Θεόδωρος (περί τα 6 χμ.). Στα βόρεια συνδέεται με σκυρόστρωτο δρόμο με το χωριό Γαλάτεια (περί τα 3 χμ.), και στα νότια με ασφαλτόστρωτο δρόμο με το χωριό Βοκολίδα (περί τα 2,5 χμ.).
Το χωριό γνώρισε σχεδόν συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 139 |
1891 | 138 |
1901 | 167 |
1911 | 231 |
1921 | 253 |
1931 | 258 |
1946 | 363 |
1960 | 312 |
1973 | 323 |
Πιστεύεται ότι ο οικισμός ιδρύθηκε από μετανάστες που έφθασαν από τη Μικρά Ασία, σε άγνωστο χρόνο αλλά πάντως πριν από την περίοδο της Φραγκοκρατίας (δηλαδή πριν από τα τέλη του 12ου αιώνα). Η υπόθεση αυτή εξάγεται από την ονομασία του χωριού, που παραπέμπει στα βουνά του Ταύρου, απέναντι από την Κύπρο, όπου υφίστατο και ομώνυμος οικισμός. Κατά τον Σίμο Μενάρδο με τα βουνά του Ταύρου της Μικράς Ασίας σχετίζεται και τοπική παράδοση του χωριού. Κατά την παράδοση αυτή δυο ταύροι, ένας από την Καρπασία κι ένας από τη Μεσαορία, συναντήθηκαν στην περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό και άρχισαν πάλη μεταξύ τους που κράτησε καιρό πολύ, ώσπου πέτρωσαν. Η παράδοση για το ότι πέτρωσαν είναι, πιθανώς, απομίμηση παράδοσης για τα βουνά του Ταύρου. Στο χωριό υπήρχαν δυο μεγάλοι μονόλιθοι, που οι κάτοικοί τους έδειχναν ως τους «πετρωμένους ταύρους».
Βλέπε λήμμα: Μικρά Ασία και Κύπρος
Ωστόσο, κατά τη δική μας αντίληψη, ο θρύλος για «πετρωμένους ταύρους» δυνατό να σχετίζεται με ανεύρεση αρχαίων αγαλμάτων ή συμπλέγματος που να παρουσίαζε ταύρους, σε κάποια παλαιά εποχή.
Πάντως το χωριό υφίστατο με την αυτή ονομασία κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Ήταν φέουδο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, που απαντάται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες ως Tauro.
Οι δυο εκκλησίες που υπάρχουν στο χωριό είναι αφιερωμένες στον άγιο Σέργιο και στον άγιο Γεώργιο (η δεύτερη ερειπωμένη).
Μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού προσφυγοποιήθηκαν. Όμως αρκετοί παρέμειναν και εγκλωβίστηκαν στο χωριό. Ο αριθμός των εγκλωβισμένων κατοίκων του ανερχόταν σε 47 τον Οκτώβριο του 1975. Ωστόσο αναγκάστηκαν κι αυτοί να εγκαταλείψουν το χωριό τους, και μέχρι τον Αύγουστο του 1976 εκδιώχθηκαν όλοι. Στο χωριό κατοίκησαν Τουρκοκύπριοι που μεταφέρθηκαν από τις ελεύθερες περιοχές, καθώς και έποικοι που μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να τουρκοποιήσουν όλα τα τοπωνύμια των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, μετονόμασαν το χωριό, το 1975, σε Pamuklu, που μπορεί να ερμηνευθεί ως χωριό του βαμβακιού, βαμβακοχώρι.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια