Κύπριος την καταγωγή ιεράρχης, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 784 μέχρι το 806. Άγνωστος ο χρόνος γέννησής του. Πέθανε το 826 και ανακηρύχθηκε σε άγιο. Το λείψανά του, που σώθηκε από τις κατά καιρούς πολεμικές καταστροφές, μεταφέρθηκε το 1818 στη Βενετία. Καλλιέργησε αγαθές σχέσεις της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία και η μνήμη του γιορτάζεται και από τις δυο Εκκλησίες στις 25 Φεβρουαρίο. Ίδρυσε εκκλησίες, νοσοκομεία, πτωχοκομεία κλπ. Γνωστός είναι ιδιαίτερα για τη σύγκληση της Β' Οικουμενικής Συνόδου (στη Νίκαια το 787). Ο ίδιος προήδρευσε των εργασιών της εικονολατρικής αυτής συνόδου, κατά την οποία επέδειξε σπάνια χαρίσματα. Στη σύνοδο αυτή μετείχε και η Εκκλησία της Κύπρου με αντιπροσωπεία από 6 αρχιερείς μ' επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Κωνσταντίνο*. Η σύνοδος είχε αποφασίσει ότι η προσκύνηση των αγίων εικόνων δεν αντέκειτο στις Γραφές.
Ο Ταράσιος διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον επίσης Κύπριο πατριάρχη Παύλο* (780-784). Πριν ανέλθει στο ανώτατο αυτό εκκλησιαστικό αξίωμα υπηρέτησε ως γραμματέας της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Ειρήνης* της Αθηναίας. Ήταν καλός θεολόγος και πολιτικός, αλλά και εικονολάτρης, όπως εξάλλου εικονολάτρες ήταν και οι περισσότεροι των Κυπρίων. Την άνοδό του όμως στον πατριαρχικό θρόνο όφειλε στην αυτοκράτειρα Ειρήνη που, μετά την παραίτηση και τον θάνατο του (κρυπτοεικονολάτρη) πατριάρχη Παύλου, προώθησε κι επέβαλε τον Ταράσιο.
Ο τελευταίος προχώρησε τότε στη σύγκληση της έβδομης Οικουμενικής Συνόδου, της οποίας υποκινητής υπήρξε ο αποθανών Παύλος. Η σύνοδος αποφάσισε υπέρ των εικόνων (βλέπε και λήμμα εικονολατρία και εικονομαχία).