Η Ταμασσός (ή και Ταμασός) ήταν σημαντική αρχαία πόλη-βασίλειο της Κύπρου. Βρισκόταν στο κεντρικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή του σημερινού χωριού Πολιτικόν, περί τα 21 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας. Η πόλη γνώρισε ακμή κυρίως λόγω εκμετάλλευσης των μεταλλείων της περιοχής της, αλλά επέζησε και μετά το τέλος της Αρχαιότητας.
Σ' αντίθεση προς τις άλλες σημαντικές αρχαίες πόλεις-βασίλεια της Κύπρου, δεν σώζεται οποιαδήποτε αρχαία παράδοση για ίδρυση της Ταμασσού από κάποιον επώνυμο ήρωα. Γενικότερα, δεν γνωρίζουμε πότε και από ποιους ιδρύθηκε η πόλη της Ταμασσού. Όπως και δεν γνωρίζουμε, ακόμη, πολλά για τη μακρά ιστορική της πορεία. Οι μελλοντικές ανασκαφικές αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο της πόλης θα ρίξουν περισσότερο φως.
Γεγονός είναι, γιατί αποδεικνύεται από τα διάφορα κατάλοιπα που έχουν μέχρι τώρα ερευνηθεί, ότι η περιοχή της Ταμασσού ήταν κατοικημένη από τα Προϊστορικά χρόνια, μάλιστα από τη Χαλκολιθική εποχή (3900 π.Χ. κ.ε.). Ελάχιστα δείγματα της περιόδου αυτής έχουν βρεθεί, βασικά λίγα όστρακα, που όμως φανερώνουν ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη ήδη όταν πρωτοανακαλύφθηκε ο χαλκός. Ωστόσο η ευρύτερη περιοχή της Ταμασσού (εκτεινόμενη και στις περιοχές χωριών όπως τα Καμπιά, το Μαρκί, ο Κοτσιάτης, ο Μαθιάτης) ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη, κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού και ύστερα. Στην ίδια την Ταμασσό μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία και ενισχύθηκε λόγω της έναρξης και στη συνέχεια της εντατικής εκμετάλλευσης του χαλκού από τα πλούσια μεταλλεία της περιοχής. Στην Ύστερη εποχή του Χαλκού χρονολογούνται τάφοι, όπως και εγκαταστάσεις επεξεργασίας του χαλκού που έχουν βρεθεί στην Ταμασσό.
Βλέπε λήμμα: Χαλκού εποχή και Καμπιά- μεταλλεία
Ανεξάρτητα από το αν υφίστατο στην περιοχή παλαιότερος μικρός οικισμός (ή οικισμοί) αγροτών, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η πόλη ιδρύθηκε μετά την ανακάλυψη και εκμετάλλευση του χαλκού, και εξ αιτίας αυτού. Στους αιώνες που ακολούθησαν η πόλη βάσισε την οικονομία και ευημερία της κατά κύριο λόγο στο προϊόν αυτό της γης της, δηλαδή στον χαλκό. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά στην πόλη απαντάται στον Όμηρο (Ὀδύσσεια, Α, 184), αν δεχθούμε ότι η αναφερόμενη Τεμέση είναι η κυπριακή Ταμασσός και όχι η Τεμέση της Ιταλίας (το σημερινό Μπρίντιζι). Η ομηρική συσχέτιση, πάντως, της Τεμέσης με τον χαλκό είναι ισχυρό στοιχείο υπόθεσης ότι αυτή ήταν η Ταμασσός. Στην Ὀδύσσεια την πόλη αναφέρει η θεά Αθηνά που, με τη μορφή του Μέντη, λέγει στον Τηλέμαχο ότι είχε πλεύσει σε μέρη με «αλλόγλωσσους ανθρώπους», ἐς Τεμέσην μετά χαλκόν...
Τα Σχόλια στην Ὀδύσσεια αναφέρουν ότι η Τεμέση είναι το Τέμψον ή Βρεντησία της Ιταλίας, αλλά είναι και πόλη της Κύπρου. Ο Στράβων θεωρεί ότι ο Όμηρος αναφερόταν στην ιταλική κι όχι στην κυπριακή πόλη. Ο Στέφανος Βυζάντιος παραδίδει και την ονομασία στον τύπο Τάμασις. Ο Ευστάθιος αναφέρει κυπριακή χαλκοφόρο πόλη Τεμέσην:
... Ἔστι δέ καί Κύπρου πόλις Τεμέση κατά τινας, χαλκοφόρος καί αὐτή...
Σαφέστατη αναφορά στην Ταμασσό, και μάλιστα ως πόλη-βασίλειο, έχουμε μόλις κατά το α' μισό του 7ου π.Χ. αιώνα, στη γνωστή στήλη του Εσσαρχαδώνος που χρονολογείται στα 673/2 π.Χ. Στο «πρίσμα» αυτό που αναφέρεται στην ανοικοδόμηση του ανακτόρου των Ασσυρίων στη Νινευή, μνημονεύονται και 10 Κύπριοι βασιλιάδες ισαρίθμων πόλεων που πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Ασσυρίους. Μεταξύ των 10 αυτών πόλεων, μια διαβάζεται ως Tamesu, με βασιλιά κάποιον Atmesu (Ατμεσού-Άτμηση;).
Βλέπε λήμμα: Ασσύριοι και Κύπρος
Αυτός είναι και ο ένας από τους δυο βασιλιάδες της Ταμασσού που γνωρίζουμε. Ο δεύτερος είναι ο Πασίκυπρος, του 4ου π.Χ. αιώνα, γνωστός από φιλολογικές πηγές. Δεν γνωρίζουμε άλλους βασιλιάδες της πόλης. Η συνέχιση των ανασκαφών ίσως φέρει στο φως νομίσματα κι άλλες μαρτυρίες για περισσότερους βασιλιάδες της πόλης.
Πότε η Ταμασσός οργανώθηκε σε βασίλειο, μας είναι και πάλι άγνωστο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τούτο συνέβη μετά την άφιξη των Αχαιών στην Κύπρο και τον εξελληνισμό του νησιού, οπότε ιδρύθηκαν τα διάφορα μικρά κυπριακά βασίλεια. Πάντως οι δυο σωζόμενοι βασιλικοί τάφοι της Ταμασσού είναι ενδεικτικοί του πλούτου της πόλης και των αρχόντων της (πάντοτε λόγω της εκμετάλλευσης των μεταλλείων της περιοχής) κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Το περίφημο, εξ άλλου, υπερφυσικό ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνος (από το οποίο σώζεται μόνο το εξαίρετης τέχνης κεφάλι) που βρέθηκε στην περιοχή, είναι και πάλι ενδεικτικό του πλούτου της πόλης. Γιατί τέτοια πολύτιμα και μεγάλα αγάλματα ασφαλώς θα προϋπέθεταν και λαμπρά ιερά στα οποία ετοποθετούντο, κι όλα αυτά σήμαιναν και μεγάλες οικονομικές δαπάνες, που για να γίνουν σήμαινε ότι υπήρχε οικονομική άνεση. Διαφορετικά, ένας φτωχός οικισμός θα ήταν αδύνατο να στήσει λαμπρά έργα τέχνης.
Βλέπε λήμμα: Απόλλωνας
Είναι γνωστό από τις μέχρι τώρα ανασκαφές ότι η πόλη περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Μεταξύ των δημοσίων οικοδομημάτων της περιλαμβάνονταν οι ναοί της Αφροδίτης και της Κυβέλης (Μητέρας των Θεών). Για τη λατρεία της δεύτερης υπάρχει επιγραφική μαρτυρία. Για τη λατρεία της Αφροδίτης στην Ταμασσό, εκτός από την αποκάλυψη του ναού της, έχουμε και φιλολογικές αναφορές. Το ίδιο ισχύει και για τη λατρεία άλλων ελληνικών θεοτήτων όπως ο Απόλλων, ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος.
Την ιδία την Ταμασσό, ως πόλη της Κύπρου, μνημονεύουν διάφοροι συγγραφείς όπως ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, ο Στέφανος Βυζάντιος, που γράφει ότι είναι πόλη ἐν μεσογείᾳ (= στο εσωτερικό του νησιού) με εξαίρετο χαλκό, της οποίας ο κάτοικος λέγεται Ταμάσιος και Ταμασίτης, ο Ιεροκλής (6ος μ.Χ. αιώνας), ο Γεώργιος ο Κύπριος (6ος/7ος μ.Χ. αιώνας), ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος μ.Χ. αιώνας).
Η πόλη αναφέρεται επίσης σε εκκλησιαστικά κείμενα. Πάντως οι αναφορές σ' αυτήν, στις αρχαίες φιλολογικές πηγές, δεν είναι τόσο πυκνές όσο άλλων κυπριακών πόλεων. Η Ταμασσός, ευρισκόμενη στο εσωτερικό του νησιού και βέβαια χωρίς λιμάνι, δεν φαίνεται να έφθασε ποτέ την αίγλη άλλων πόλεων όπως λ.χ. η Σαλαμίς και η Πάφος. Ούτε και θα είχε τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των παραλιακών πόλεων του νησιού. Ήταν περισσότερο «βιομηχανική» πόλη με οργασμό εργασίας στα μεταλλεία της και στα εργαστήρια επεξεργασίας του χαλκού, χωρίς να της λείπει και ο έντονος γεωργοκτηνοτροφικός χαρακτήρας. Διότι η πόλη βρισκόταν κτισμένη όχι μόνο κοντά σε πλούσια μεταλλεία αλλά και σε μια εύφορη περιοχή με κυρίαρχο χαρακτηριστικό του τοπίου τον ποταμό Πηδκιά (Πεδιαίον) και άλλους μικρότερους παραπόταμους. Το τοπίο είναι εντυπωσιακό και σήμερα ακόμη, και η γη εξακολουθεί να είναι εύφορη.
Αν λάβουμε υπόψιν διάφορα δεδομένα (όπως λ.χ. τις ελληνικές θεότητες που λατρεύονταν στην περιοχή, την αρχιτεκτονική των μνημείων κ.α.), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι κυρίαρχο στοιχείο στην πόλη ήταν το ελληνικό. Ωστόσο κατά το β' μισό του 4ου π.Χ. αιώνα ο βασιλιάς της Ταμασσού Πασίκυπρος αναφέρεται ότι πώλησε το βασίλειόο του στους Φοίνικες του Κιτίου για 50 τάλαντα. Την πληροφορία δίνει ο Αθήναιος που αναφέρει τον Πασίκυπρο ως βασιλιά στην Κύπρο (χωρίς ν' αναφέρει ουσιαστικά την πόλη του) και λέγει ότι από ασωτία πώλησε το βασίλειό του στον Πουμιάθωνα, τον βασιλιά του Κιτίου, και παίρνοντας τα χρήματα, πήγε να περάσει τα γηρατειά του στην Αμαθούντα. Την ίδια πόλη, λέγει ο Αθήναιος, δώρισε λίγο αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος στον Πνυταγόρα, τον βασιλιά της Σαλαμίνος, γιατί τον είχε βοηθήσει στην πολιορκία και άλωση της Τύρου.
Βλέπε λήμμα: Φοίνικες και Κύπρος
Έτσι λοιπόν, κατά το β' μισό του 4ου π.Χ. αιώνα η Ταμασσός περιήλθε στην κατοχή των Φοινίκων του Κιτίου (που πιο πριν είχαν καταλάβει και το κοντινό βασίλειο του Ιδαλίου) και από την εποχή αυτή έχουμε κι αρκετές δίγλωσσες επιγραφές. Λίγα όμως χρόνια κράτησε η κυριαρχία των Φοινίκων, γιατί σύντομα η πόλη περιήλθε στο βασίλειο της Σαλαμίνος, μαζί με τα μεταλλεία της. Αλλά και πάλι σε σύντομο διάστημα (312-311 π.Χ.) τα κυπριακά βασίλεια καταργήθηκαν όταν η Κύπρος εντάχθηκε, ως ενιαίος χώρος, στο βασίλειο των Πτολεμαίων, των Ελλήνων βασιλιάδων της Αιγύπτου. Έτσι κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, όπως και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο που ακολούθησε, σημασία εξακολουθούσαν να έχουν περισσότερο τα μεταλλεία της Ταμασσού παρά η ίδια η πόλη, που δούλευαν με την ευθύνη των στρατηγών (κυβερνητών) της Κύπρου κατά τη Πτολεμαϊκή περίοδο και των ανθυπάτων κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η Ταμασσός δεν αναφέρεται να είχε διαδραματίσει οποιοδήποτε σοβαρό ή πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια των πολέμων των κυπριακών βασιλείων εναντίον των Περσών τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνα. Θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι οι εξελίξεις εκείνες δεν ήταν δυνατό να μη επηρέασαν και αυτή την πόλη. Μάλιστα η ανοικοδόμηση κάποιων κτιρίων (σύμφωνα προς τα ανασκαφικά δεδομένα) μετά την επανάσταση του 499/8 π.Χ. (με αρχηγό τον Ονήσιλο της Σαλαμίνος), ίσως να σημαίνει συμμετοχή της Ταμασσού στον πόλεμο εκείνο και κάποιας εκτάσεως καταστροφή της από τους Πέρσες και τους συμμάχους των.
Βλέπε λήμμα: Πέρσες και Κύπρος
Κατά την αρχή των Ελληνιστικών χρόνων παρατηρείται και πάλι ανοικοδόμηση του ναού της Αφροδίτης και ίσως και άλλων δημοσίων κτιρίων. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι με τις νέες συνθήκες υπήρξε μεταβολή στον όλο χαρακτήρα και στη δομή της πόλης, κι ότι αρκετά νέα δημόσια οικοδομήματα κτίστηκαν.
Βλέπε λήμμα: Δελφοί και Κύπρος
Σε επιγραφή από τους Δελφούς, του 3ου/2ου π.Χ. αιώνα, η Ταμασσός βρίσκεται γραμμένη μεταξύ των θεωροδόκων πόλεων της Κύπρου, δηλαδή των πόλεων που εισέφεραν στο μαντείο των Δελφών συνδρομές που τις μάζευαν ειδικοί απεσταλμένοι, οι θεωροί. Ένα άξιο προσοχής σημείο της επιγραφής αυτής είναι η μνημόνευση ενός ονόματος, εκείνου που υποδέχθηκε επίσημα τους θεωρούς στην Ταμασσό, εκ μέρους της πόλης. Αυτός ήταν κάποιος Θρασέας γιος κάποιου Θρασέα, που αναφέρεται και με το εθνικό του: Ἀσπένδιος. Καταγόμενος, δηλαδή, από την Άσπενδο, σημαντική κατά την Αρχαιότητα πόλη της Παμφυλίας (νότια Μικρά Ασία). Είναι, λοιπόν, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά τα Ελληνιστικά χρόνια ζούσαν στην Ταμασσό και Έλληνες από άλλα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που μάλιστα κατείχαν και τιμητικά αξιώματα.
Κατά το β' μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα η Ταμασσός έγινε μια από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) χριστιανικές επισκοπικές έδρες της Κύπρου. Κατά την περίοδο αυτή την πόλη λάμπρυνε η παρουσία των δυο πρώτων επισκόπων της, του αγίου Ηρακλειδίου και του αγίου Μνάσωνος
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι κατά την περίοδο αυτή αναφέρεται κι ένα προάστιο της Ταμασσού, το Πέραν (δηλαδή το ευρισκόμενο πέραν του ποταμού Πηδκιά), το σημερινό χωριό Πέρα (τα).
Η επισκοπή της Ταμασσού αναφέρεται μέχρι τον 13ο αιώνα (με τελευταίο γνωστό επίσκοπο τον Νείλο. Η ίδια η Ταμασσός μνημονεύεται ως πόλη της Κύπρου μέχρι τον 10ο αιώνα. Θα πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι ως τότε η πόλη ήταν ήδη παρηκμασμένη. Η εγκατάλειψη των μεταλλείων της είχε συμβάλει στην παρακμή αυτή. Στη συνέχεια η πόλη αντικαταστάθηκε από μικρούς οικισμούς, όπως το Πολιτικόν και το Επισκοπειόν. Η ονομασία του πρώτου χωριού παραπέμπει στην αρχαία λαμπρή πόλη που αντικατέστησε, ενώ η ονομασία του δεύτερου αποτελεί ανάμνηση της παλαιάς επισκοπής της Ταμασσού. Θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι οικισμοί αυτοί αποτελούν συνέχεια της παλαιάς Ταμασσού, συνεπώς η κατοίκηση στην περιοχή εκείνη υπήρξε συνεχής από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια