Σταυρού Θεολογική Σχολή και Κύπρος

Image

Η Θεολογική Σχολή του Σταυρού λειτούργησε από το 1855 ως το 1909 σε τέσσερις περιόδους και στεγαζόταν στη μονή του Σταυρού, η οποία ευρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την πόλη των Ιεροσολύμων.

 

Κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας της (1855-1876) η Σχολή είχε αρχικά ως διευθυντή της τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο Κλεόπα (1855-1856), μετέπειτα καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια τη Σχολή διηύθυναν ο ιερομόναχος Νικόδημος Κωνσταντινίδης (1856-1858), μετέπειτα μητροπολίτης Κυζίκου, ο ιεροδιάκονος Γερμανός Γρηγοράς (1858-1862), ο διάκονος Κύριλλος Αθανασιάδης (1862-1864), ο αρχιδιάκονος Φώτιος Αλεξανδρίδης (1864-1872), ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μυριανθέας (1872-1874), ο επίσης Κύπριος αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Ματτέος (1874-1875), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου, και τέλος και πάλιν ο Φώτιος Αλεξανδρίδης (1875-1876). Η Σχολή ανέστειλε τη χρονιά αυτή τη λειτουργία της λόγω σοβαρών διενέξεων που είχαν ξεσπάσει στους κόλπους της Αγιοταφικής αδελφότητας. Οι διενέξεις αυτές, που συνεχίζονταν από το 1872, ήταν το αποτέλεσμα της άρνησης του πατριάρχη Κυρίλλου να συνυπογράψει με τους άλλους τρεις πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξάνδρειας και Αντιοχείας την εγκύκλιο, που θεωρούσε τους Βούλγαρους σχισματικούς.

 

Η Σχολή επαναλειτούργησε το 1881 με διευθυντή της και πάλι τον αρχιδιάκονο Φώτιο Αλεξανδρίδη (1881-1884). Τον Απρίλιο του 1884 όμως έκλεισε για λόγους αναδιοργάνωσης.

 

Η έναρξη των μαθημάτων της τρίτης περιόδου έγινε τον Σεπτέμβριο του 1884 με διευθυντή τον αρχιμανδρίτη Ιερόθεο Δημητριάδη. Η περίοδος αυτή διήρκεσε μέχρι το 1888, οπότε οικονομικοί και άλλοι λόγοι υποχρέωσαν τη Σχολή να ξαναδιακόψει τη λειτουργία της.

 

Το 1893 η Σχολή, αναδιοργανωμένη και με ικανοποιητική στελέχωση, ξανάνοιξε τις πύλες της σε μαθητές από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Πρώτος διευθυντής κατά την τέταρτη και τελευταία αυτή περίοδο ήταν και πάλι ο αρχιδιάκονος Φώτιος Αλεξανδρίδης (1893-1894). Στη συνέχεια τη Σχολή διηύθυναν ο αρχιδιάκονος Γερμανός Βασιλάκης (1894-1900) και ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1900-1909). Η Σχολή διέκοψε τελικά τη λειτουργία της στις 27 Ιουνίου 1909 λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά και λόγω των σοβαρών αντιθέσεων που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα σε μερικούς Αγιοταφίτες και τον πατριάρχη Δαμιανό (1897-1931).

 

Η λειτουργία της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού υπήρξε πολύ σημαντική για τον Ελληνισμό, αφού απόφοιτοί της, με ευρεία παιδεία από τη μαθητεία τους σ' αυτήν, πρωτοστάτησαν στους αγώνες ενσωμάτωσης αλύτρωτων περιοχών στο νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος. Άλλοι απόφοιτοί της, υπήρξαν ικανοί ηγήτορες της Εκκλησίας, όπως ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος Περόγλου (1900-1925) και ο οικουμενικός πατριάρχης (1922-1923) και μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας (1926-1935) Μελέτιος Μεταξάκης. Ακόμη από τους πιο σημαντικούς καρπούς της δράσης της Σχολής υπήρξε η ίδρυση στα 1905 του Ορθόδοξου θεολογικού περιοδικού «Νέα Σιών», που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.

 

Η ίδρυση της Σχολής οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στον Κύπριο μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο Ματτέο (1785-1867), ο οποίος καταγόταν από τη Λεμίθου. Ο Μελέτιος υπήρξε ο πρώτος επίτροπος της Σχολής και επιχορήγησε τις σπουδές σ' αυτήν αρκετών Κυπρίων, όπως των προστατευομένων του αρχιμανδρίτη Ιερωνύμου Μυριανθέως (1838-1898) και αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Επιφανίου Ματτέου (1837-1908).

 

Ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Μυριανθέας, με θεολογικές και φιλολογικές σπουδές στην Αθήνα, τη Χαϊδελβέργη, το Στρασβούργο και τη Βόννη, υπήρξε ανάμεσα στους πρώτους αποφοίτους της Σχολής, στην οποία φοίτησε κατά τα έτη 1855-1859.  Υπήρξε καθηγητής (1859-1862, 1867-1874) και διευθυντής της Σχολής (1872-1874). Ο αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Επιφάνιος Ματτέος φοίτησε αρχικά στη Σχολή, αλλά συνέχισε αργότερα τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1860. Απέκτησε και αυτός ευρύτερες σπουδές στη θεολογία και τη φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Στρασβούργου και της Πετρούπολης. Στη Σχολή υπηρέτησε ως καθηγητής (1861-1863,1868-1875) και διευθυντής (1874-1875).

 

Με τη Σχολή του Σταυρού συνδέθηκαν και πολλοί άλλοι προστατευόμενοι του Μελετίου, όπως οι Κύπριοι αρχιμανδρίτες Γαβριήλ Μαρκίδης (1837-1901) και Μητροφάνης Μυριανθέας (1827-1870), καθώς και ο μετέπειτα πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων Ευθυμίου (1839-1921). Ο μεν Γαβριήλ υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως έφορος της Σχολής, ο δε Μητροφάνης πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες για την ομαλή λειτουργία της. Ο Σπυρίδων, ακολουθώντας το παράδειγμα του πνευματικού πατέρα και ευεργέτη του Μελετίου, χορήγησε υποτροφίες για σπουδές στη Σχολή σε αρκετούς Κυπρίους. Υπότροφος του Σπυρίδωνος υπήρξε ο εκπαιδευτικός Χριστόδουλος Παπαδόπουλος από τον Πρόδρομο, αδελφός του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου Β' (1909-1916), ο οποίος αρχικά μετέβη στα Ιεροσόλυμα ως υπότροφος του Μελετίου. Ο Χριστόδουλος αποφοίτησε από τη Σχολή το 1874 και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του (1929). Κύπριος υπότροφος του Σπυρίδωνος υπήρξε επίσης ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Μελέτιος Κρονίδης (1845-1918), μεγάλος ευεργέτης του προαστίου Ομορφίτα, από όπου καταγόταν, και ο οποίος για κάποιο χρονικό διάστημα παρακολούθησε και τα μαθήματα της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού. Ο πιο σημαντικός όμως από τους υποτρόφους του Σπυρίδωνος που αποφοίτησαν από τη Θεολογική Σχολή του Σταυρού ήταν ο Κρητικός την καταγωγή Μελέτιος Μεταξάκης (1871-1935), ο οποίος υπηρέτησε αργότερα ως μητροπολίτης Κιτίου (1910-1916), αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1918-1920), οικουμενικός πατριάρχης (1922-1923) και πατριάρχης Αλεξανδρείας (1926-1935).

 

Απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού υπήρξαν πολλοί Κύπριοι κληρικοί, οι οποίοι υπηρέτησαν τόσο στην Κύπρο όσο και μακριά από αυτήν. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Β', ο οποίος φοίτησε στη Σχολή (1866-1872) ως υπότροφος της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, ο αρχιμανδρίτης Ιππόλυτος Μιχαηλίδης (1881-1960), ο οποίος αποφοίτησε το 1903, ο αρχιεπίσκοπος Νεαπόλεως Μελέτιος (1840-1884), ο αρχιμανδρίτης Ιωαννίκιος (1845-1901) από τον Πεδουλά, ο αρχιμανδρίτης Κλήμης Καρναπάς (1880-1957), ο οποίος υπηρέτησε και ως καθηγητής κατά το διάστημα 1901-1909, ο μητροπολίτης αρχικά Χαλεπίου και μετέπειτα Μέμφιδος Νεκτάριος Ιορδανίδης (1862-1924), ο Κυκκώτης αρχιμανδρίτης Μακάριος Μελιφρονίδης (1840-1883), ο λόγιος αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Καραπατάκης (1870-1953), ο αρχιμανδρίτης Πολύδωρος Νικολαΐδης, ο ιεροδιάκονος Φιλάρετος Κουρίτης, συγγραφέας του βιβλίου «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Κύπρω ἐπί Φραγκοκρατίας», ο αρχιμανδρίτης Πορφύριος Κυριακίδης (1878-1948) και ο εθνομάρτυρας αρχιμανδρίτης Ματθίας Παυλίδης (1878-1919), ο οποίος δολοφονήθηκε από τους Νεότουρκους του Κεμάλ στην πόλη Νιαζλή της Μικράς Ασίας.

 

Στη Σχολή του Σταυρού φοίτησαν για κάποια χρονικά διαστήματα και ορισμένοι άλλοι Κύπριοι κληρικοί, όπως ο εθνικός αγωνιστής και μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς (1889-1937) κατά την περίοδο 1905-1907, καθώς και ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Τροοδίτισσας Σωφρόνιος.

 

Εκτός από τους ιεράρχες και εκπαιδευτικούς που έχουν ήδη αναφερθεί, από τη Σχολή αποφοίτησαν και πολλοί άλλοι Κύπριοι, οι οποίοι συνέβαλαν με το έργο τους στην εδραίωση της ελληνικής παιδείας στην Κύπρο και διακρίθηκαν για την εθνική και κοινωνική τους δράση. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ο καθηγητής του Ελληνικού Γυμνασίου Λεμεσού Χρίστος Οικονομίδης (1884-1945) από την Κοράκου Σολέας, ο δάσκαλος Κωνσταντίνος Οικονομίδης (1845-1921) από το Άρσος Λεμεσού, ο συγγραφέας του βιβλίου: «Εἰδήσεις ἱστορικαί περί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου» Φίλιππος Γεωργίου (+1878), οι γιατροί Αριστόδημος Φοινιεύς (1862-1943) και Ευέλθων Γλυκύς (1868-1935), ο δικηγόρος Ιωάννης Καρεμφυλάκης (1852-1905), ο δημοσιογράφος Γεώργιος Σταυρίδης-Ραγιάς (1870-1923) και πολλοί άλλοι.

 

Παρά το σύντομο χρονικό διάστημα λειτουργίας της, η Θεολογική Σχολή του Σταυρού συνέτεινε στη βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης στην Κύπρο και στην καλλιέργεια της πνευματικής παράδοσης των κατοίκων. Η επίδρασή της στην εκκλησιαστική ζωή υπήρξε επίσης σημαντική αφού αρκετοί από τους αποφοίτους της υπηρέτησαν ως κληρικοί την Κυπριακή Εκκλησία.