Ένα από τα πιο περίεργα έθιμα της κυπριακής κοινωνίας των παλαιότερων χρόνων. Σύμφωνα με το έθιμο, αν κάποιος δαγκωνόταν από σκύλο που έπασχε από λύσσα έπρεπε την τεσσαρακοστή νύκτα από το δάγκωμα να μην κοιμηθεί καθόλου αλλά να αγρυπνήσει διασκεδάζοντας με τους φίλους και γνωστούς του. Πιστευόταν δε, πως ο άμεσα επηρεαζόμενος μετά την αγρυπνία αυτή ήταν ολότελα απαλλαγμένος από την πιθανότητα να προσβληθεί από λύσσα.
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του σκυλόγαμου ήταν για τον λαό θαυματουργικές και αλάνθαστες. Ο δεισιδαιμονικός χαρακτήρας του εθίμου επεκτεινόταν επίσης στην πίστη των απλών ανθρώπων, ότι κάποιος μπορούσε να προσβληθεί από λύσσα και μόνο με την ιδέα ότι τον δάγκωσε σκύλος. Γι' αυτό και στην περίπτωση που κάποιος έβλεπε ακόμη και σχετικό όνειρο σημείωνε τη νύκτα αυτή ώστε 40 ημέρες αργότερα να κάνει τον σκυλόγαμό του.
Οι λόγιοι της εποχής, παρά το γεγονός ότι θεωρούσαν το έθιμο προσβλητικό για το πνευματικό επίπεδο του λαού, διερωτώντο με κείμενά τους στον Τύπο του 19ου αιώνα τι πραγματικά κρυβόταν πίσω από αυτό. Ήταν άλλωστε γενικά παραδεκτό πως η ιατρική και η φαρμακολογία είχαν, ως ένα σημείο, τη βάση τους στις παρατηρήσεις επί των χρησιμοποιουμένων βοτάνων και των λαϊκών θεραπευτικών αγωγών. Αρκετοί δε από αυτούς, όταν τύχαινε, τελούσαν τον σκυλόγαμό τους και άφηναν κατά μέρος τις περί δεισιδαιμονίας απόψεις τους μπροστά στον κίνδυνο να προσβληθούν από λύσσα.
Ο θόρυβος που γινόταν από όσους συμμετείχαν στον σκυλόγαμο ήταν πρωτοφανής και ανάγκαζε όλους τους κατοίκους της κοινότητας να αγρυπνούν μαζί με τους «εορτάζοντες». Το πρόβλημα ήταν οξύτατο λόγω της μεγάλης συχνότητας του εθίμου με αποτέλεσμα να γίνονται πολλές καταγγελίες στον Τύπο. Είναι χαρακτηριστικό πως στην Κυθρέα το 1895 έγιναν δέκα σκυλόγαμοι μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 2-3 μηνών. Επικράτησε δε να λέγεται για τους συμμετέχοντες σε πολύ θορυβώδη συγκέντρωση ότι αυτοί έχουν τον σκυλόγαμό τους.
Το έθιμο του σκυλόγαμου επραγματοποιείτο και στα ζώα που δαγκώνονταν από σκύλο και τα οποία υποχρεώνονταν από τους ιδιοκτήτες τους να αγρυπνούν την κατάλληλη νύκτα! Τελικά η άνοδος του πολιτιστικού επιπέδου του λαού, που παρατηρήθηκε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, συνέτεινε στη βαθμιαία υποχώρηση του εθίμου, μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς.
Βιβλιογραφία