Ηγούμενος του μοναστηριού του Κύκκου από το 1861 μέχρι τον θάνατό του το 1890. Γεννήθηκε περί το 1815 στο χωριό Καλοπαναγιώτης. Σε νεαρή ηλικία κατετάγη ως δόκιμος στο μοναστήρι του Κύκκου, όπου βρισκόταν ένας θείος του, ο ιερομόναχος Χαράλαμπος. Φοίτησε στη σχολή του μοναστηριού. Σε ηλικία 24 χρόνων χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Σε ηλικία 27 χρόνων έγινε αρχιμανδρίτης κι εστάλη ως επίτροπος του μοναστηριού του στο μετόχι της Σμύρνης και πιο ύστερα στο μετόχι της Κωνσταντινουπόλεως, όπου υπηρέτησε για κάποιο διάστημα. Επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο και διορίστηκε έξαρχος όλων των μετοχίων του Κύκκου στην επαρχία Πάφου. Το 1855 εξελέγη γενικός διευθυντής του Κύκκου, που τον διηύθυνε, λόγω γήρατος του ηγουμένου Νεοφύτου. Το 1861, μετά τον θάνατο του Νεοφύτου, εξελέγη ηγούμενος.
Ως ηγούμενος επέδειξε μεγάλη δραστηριότητα σε διάφορους τομείς. Ιδίως στον οικονομικό τομέα προνόησε όπως, μαζί με την αύξηση της κτηματικής περιουσίας του μοναστηριού, αγοράσει ακίνητα (καταστήματα κ.α.) στη Λευκωσία. Θεωρείται ο ανακαινιστής του μοναστηριού του Κύκκου, του οποίου την περιουσία αύξησε σημαντικά. Ίδρυσε την εκκλησία του Αγίου Προκοπίου στο ομώνυμο μετόχι δυτικά της Λευκωσίας, ενώ ενδιαφέρθηκε και για την εκπαίδευση. Μάλιστα έστειλε και στην Ευρώπη, για ανώτερες σπουδές, αρκετούς νέους μοναχούς. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του κατόρθωσε να γίνει σεβαστός στις τουρκικές αρχές, το δε μοναστήρι του ήταν απαλλαγμένο από τη φορολογία. Μετά την αγγλική κατάληψη της Κύπρου όμως (το 1878), το μοναστήρι φορολογήθηκε παρά τις αντιδράσεις του Σωφρονίου. Με τους Άγγλους διατηρούσε, πάντως, αγαθές σχέσεις۠ μάλιστα κατά το 1878 -1879 παραχώρησε σ' αυτούς τις εκτάσεις γύρω από το μετόχι του Αγίου Προκοπίου, κοντά στη Λευκωσία, που μετετράπησαν σε αγγλικό στρατόπεδο.
Ο Σωφρόνιος μετείχε ενεργά έκτοτε και στην πολιτική ζωή του τόπου. Οι Έλληνες Κύπριοι βουλευτές του Νομοθετικού συνήθως συσκέπτονταν στο παράρτημα του μετοχίου στη Λευκωσία, στο οποίο διέμενε συνήθως κι ο Σωφρόνιος που πολλές φορές μετείχε σε τέτοιες συσκέψεις.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, λόγω γήρατος και ασθένειας, δεν μπορούσε ν' ανεβεί στο μοναστήρι του Κύκκου. Γι’ αυτό και διόρισε ως διευθυντή του μοναστηριού τον οικονόμο Επιφάνιο (αργότερα επίσκοπο Πάφου).
Μετά τον θάνατο του Σωφρονίου, το 1890, ηγούμενος εξελέγη ο Γεράσιμος.
Ο Σωφρόνιος είναι γνωστός και από γκραβούρες του 1878 που τον εικονίζουν να ευλογεί, μαζί με άλλους κληρικούς, την αγγλική σημαία η οποία υψώνεται στο μετόχι του Αγίου Προκοπίου, κοντά στη Λευκωσία.
* Με το ίδιο όνομα, Σωφρόνιος, γνωρίζουμε και άλλους δυο ηγουμένους του μοναστηριού του Κύκκου. Ο πρώτος διετέλεσε ηγούμενος κατά και περί το 1730, μέχρι το 1737. Μαρτυρείται από επιγραφές σε οικοδομικά έργα που έκαμε, όπως και από έγγραφο του αρχιεπισκόπου Φιλοθέου τον Μάρτιο του 1737. Στο έγγραφο ο αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι είχε κάμει περιουσιακό έλεγχο του μοναστηριού, που παρουσίαζε χρέη άνω των 15.000 γροσιών. Ο δεύτερος Σωφρόνιος έγινε ηγούμενος το 1824, διαδεχόμενος τον Χαράλαμπο που είχε εκλεγεί τότε επίσκοπος Κυρηνείας, και υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του, το 1826. Ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος (μετά τις σφαγές του 1821 κι εξαιτίας της συνεχιζόμενης επανάστασης στην Ελλάδα). Το μοναστήρι, που είχε λεηλατηθεί το 1821, αποτελούσε ακόμη στόχο των Τούρκων, γι’ αυτό και ζήτησε τη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το Πατριαρχείο κάλεσε τον Σωφρόνιο στην Κωνσταντινούπολη (Μάιος του 1825), όμως ο θάνατος (τον επόμενο χρόνο) τον πρόλαβε κι αντί αυτού πήγε στην Κωνσταντινούπολη ο διάδοχός του ηγούμενος Νεόφυτος*.