Υποπροϊόν των κυπριακών μεταλλείων (θειικός σίδηρος), το οποίο στην Αρχαιότητα γνωρίζουμε ότι εχρησιμοποιείτο για φαρμακευτικούς σκοπούς. Για την ύπαρξή του, τον τρόπο παραγωγής του, τις ιδιότητές του και τις σχέσεις του με άλλα ορυκτά προϊόντα παρέχουν πληροφορίες οι συγγραφείς του 1ου αιώνα μ.Χ. Διοσκουρίδης (Περί ὕλης ἰατρικῆς) και Πλίνιος (Φυσική Ἱστόρια) και ο γιατρός του 2ου αιώνα μ.Χ. Γαληνός (Περί ἀντιδότων, Περί ἁπλῶν φαρμάκων κράσεως καί δυνάμεως).
Σύμφωνα με τις πηγές αυτές το σώρυ, όπως και άλλα ορυκτά προϊόντα, εξαγόταν από τη Βούκασα, βουνό στη βάση του μεγάλου και ψηλού βουνού «Τρογόδου» ή «ἐν τῷ ὄρει τῶν Σολέων». Ο Γαληνός, ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο και πήρε μαζί του πολλά δείγματα ορυκτών από τα κυπριακά χαλκωρυχεία για φαρμακευτικές έρευνες, γράφει ότι το σώρυ, το μίσυ και η χαλκίτις γίνονται μόνα τους καθώς το νερό της βροχής διαπερνά τα πετρώματα της γης. Ο ίδιος συγκρίνοντας τα τρία αυτά είδη προσθέτει ότι και τα τρία έχουν ομογενή δύναμη και ότι με την παρέλευση του χρόνου αλλοιώνονται, το δε σώρυ μεταβάλλεται σε χαλκίτιν. Και τα τρία καίονται αφήνοντας υπολείμματα («ἐσχάρες»). Το σώρυ όμως κατά την καύση του δεν λυώνει στη φωτιά, όπως τα άλλα δυο, επειδή είναι περισσότερο πετρώδες και σκληρό.
Ο Διοσκουρίδης γράφει ότι το σώρυ και άλλα σχετικά προϊόντα (μίσυ, χαλκίτις, μελαντηρία, κύανος, χρυσόκολλα, χαλκανθές, διφρυγές) βρίσκονται σε στρώματα στα ίδια μέρη. Ο ίδιος πληροφορεί ότι το σώρυ έχει πολύ άσχημη μυρωδιά.
Τέλος ο Πλίνιος σημειώνει ότι το κυπριακό σώρυ υστερεί ποιοτικώς έναντι του αιγυπτιακού, θεωρείται όμως πιο αποτελεσματικό στη θεραπεία των ματιών.