Άγγλος συντηρητικός πολιτικός που καταγόταν από παλαιά αγγλική αριστοκρατική οικογένεια του Hatfield. Γεννήθηκε το 1830 και πέθανε το 1903. Μετά τις σπουδές του στο Ήτον και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία σαν βουλευτής με το κόμμα των Συντηρητικών το 1853. Υπηρέτησε σαν υπουργός για τις Ινδίες (1866-7 και 1874-8), υπουργός Εξωτερικών (1.4.1878-1880) και πρωθυπουργός, διατηρώντας και το υπουργείο Εξωτερικών, από τον Ιούνιο του 1885 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1886. Υπηρέτησε για δεύτερη φορά σαν πρωθυπουργός της Αγγλίας, διατηρώντας αρχικά και το αξίωμα του πρώτου λόρδου του Θησαυροφυλακίου και αργότερα του υπουργού Εξωτερικών, από το 1886 μέχρι το 1892. Τέλος, ανέλαβε για τρίτη φορά την πρωθυπουργία από το 1895 μέχρι το 1902, διατηρώντας πάλι και το αξίωμα του υπουργού των Εξωτερικών από το 1895 μέχρι το 1900.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης πολιτικής του σταδιοδρομίας διαδραμάτισε σημαντικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική της χώρας του και στη διεθνή πολιτική και αντιμετώπισε με πολλή διπλωματική ευστροφία, εξασφαλίζοντας αρκετά πλεονεκτήματα για τη χώρα του, πολλές κρίσεις στην Ευρώπη και αλλού, όπως τη Βαλκανική κρίση του 1876-8, την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, τις σφαγές των Αρμενίων στην Τουρκία, το Κρητικό ζήτημα και τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τον πόλεμο των Μπόερς στη Νότιο Αφρική το 1898-1902. Προσπάθησε να ενισχύσει τη Βρετανική αυτοκρατορία και τον ρόλο της σαν μεγάλης αποικιακής δύναμης μέσω της διπλωματίας παρά του πολέμου και απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη ικανού πολιτικού.
Η σύνδεσή του με την Κύπρο έγινε από την περίοδο που ανέλαβε σαν υπουργός Εξωτερικών την 1.4.1878 κατά τη διάρκεια της Βαλκανικής κρίσης του 1876-8. Μαζί με τον πρωθυπουργό Ντισραέλι* διαμόρφωσε τότε και έθεσε σε εφαρμογή την ανατολική πολιτική της Βρετανίας, η οποία είχε σαν στόχο την ανακοπή της ρωσικής προέλασης και επιρροής στα Βαλκάνια, στον Καύκασο και στην παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, την ενίσχυση της τελευταίας με εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση, και την εξασφάλιση, με την κατάληψη της Κύπρου, της μεγάλης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας επικοινωνίας της Αγγλίας με τις Ινδίες μέσω της διώρυγας του Σουέζ.
Στην πολιτική αυτή η Κύπρος θα εχρησιμοποιείτο σαν προσωρινή στρατιωτική και ναυτική βάση για άμεση αντιμετώπιση τυχόν προέλασης των Ρώσων από τον Καύκασο προς τη διώρυγα του Σουέζ ή τον Περσικό κόλπο και επιπρόσθετα σαν μια πρώην επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην οποία θα εισάγονταν πειραματικά μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν στην Αγγλία την εμπειρία για να εισαγάγει ανάλογες μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η αναμενόμενη γρήγορη ανάπτυξη της Κύπρου κάτω από την αγγλική κυριαρχία θα ενίσχυε επί πλέον το γόητρο της Αγγλίας στην περιοχή.
Με την υπογραφή της αγγλοτουρκικής σύμβασης της 4.6.1878 (βλέπε το κείμενό της στο λήμμα Ντισραέλι) και άλλων τριών συμπληρωματικών συμφωνιών, ο Ντισραέλι και ο Σώλσμπερυ είχαν προετοιμάσει το πλαίσιο, που μαζί με την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου με τη Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος, 1878) θα ανέτρεπαν τα τετελεσμένα γεγονότα που προσπάθησε να επιβάλει η Ρωσία στην ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8.
Η ανατολική πολιτική των Ντισραέλι και Σώλσμπερυ, εν τούτοις, παρά τη μονιμοποίηση της κατοχής της Κύπρου από την Αγγλία στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν είχε άμεσα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων υπό τον Γλάδστωνα, που σχηματίστηκε το 1880, δεν είχε τις ίδιες απόψεις και τις διαφοροποίησε σε μεγάλο βαθμό. Η Κύπρος, παρ' όλ' αυτά, δεν έπαυσε να θεωρείται και μέχρι την εποχή μας ότι κατέχει σημαντική στρατηγική θέση στην ανατολική Μεσόγειο και την εύφλεκτη περιοχή της Μέσης Ανατολής.