Αζίζ πασάς

Ο δίκαιος Αζίζ Πασάς

Image

Κυβερνήτης της Κύπρου επί σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, από 17 Μαϊου 1842 ως τα μέσα του 1843. Προηγουμένως είχε διατελέσει κυβερνήτης της Μυτιλήνης. Στην Κύπρο διαδέχθηκε τον (Κύπριο) κυβερνήτη Σαΐντ Μεχμέτ σε περίοδο που η Υψηλή Πύλη είχε αποφασίσει την γρήγορη εναλλαγή κυβερνητών, πράγμα που εμπόδιζε την εφαρμογή βελτιώσεων. Ο Αζίζ είχε φήμη δίκαιου και σταθερού ανθρώπου, αλλά οι εντολές που πήρε ήταν να υψώσει τους φόρους από δυο σε τρία εκατομμύρια γρόσια, εκτός από το εισόδημα των ενοικιαζομένων κτημάτων, που ανερχόταν σε ένα ακόμη εκατομμύριο. Επίσης οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, μ' εξαίρεση εκείνον του κυβερνήτη, θα εξακολουθούσαν να καταβάλλονται από τους Κυπρίους που τότε ανέρχονταν σε 100.000. Γι’ αυτούς τους λόγους και οι Έλληνες και οι Τούρκοι Κύπριοι, πλούσιοι και φτωχοί, δέχθηκαν τον νέο κυβερνήτη με ψυχρότητα. Για ν' απαλλάξουν δε τον τόπο από τα βαριά αυτά φορτία, έσπευσαν στην Κωνσταντινούπολη δυο από τους εξέχοντες Έλληνες της Κύπρου, προκειμένου να ενεργήσουν σχετικά στην κεντρική κυβέρνηση. Υπήρχε μάλιστα υποψία ότι μυστικός στόχος της αποστολής τους ήταν να προσπαθήσουν να επιτύχουν επαναδιορισμό του Σαΐντ Μεχμέτ για τέταρτη φορά ως κυβερνήτη, για να τον έχουν συνεργό στην εφαρμογή του παλαιού φορολογικού συστήματος. Αλλά αντί αυτού, διάδοχος του Αζίζ διορίστηκε ο Ετχέμ πασάς.

Κατά την έκθεση στις 26 Μαϊου 1842 του τότε Άγγλου (υπο)πρόξενου στη Λάρνακα Τζέιμς Λίτμπουρν, λειτουργούσε σύστημα 15νθήμερου δαπανηρού υγειονομικού ελέγχου στα πλοία που έρχονταν στη Λάρνακα από μολυσμένα ή καθ’ υπόθεση μολυσμένα λιμάνια, έστω κι αν τέτοιος έλεγχος λειτουργούσε και στα λιμάνια προέλευσής των, επειδή είχε ξεσπάσει λοιμός στη Συρία και στην Καραμανία. Η καραντίνα αυτή εμπόδιζε την εποχιακή είσοδο στο νησί Συριάνων εργατών για τη συγκομιδή και την επιστροφή τους μετά τη λήξη της, όπως συνηθιζόταν προηγουμένως -εξ ου και (πιθανότατα) το χωριό Συριανοχώρι Μόρφου και η Συρκανιά Κυθρέας.

 

Η διοίκηση της Κύπρου βρισκόταν στα χέρια του κυβερνήτη και του συμβουλίου του, που συνίστατο από τον μουφτή, τον μουλλά και 4 Τούρκους και 2 Έλληνες που εκλέγονταν από τον τουρκικό και τον ελληνικό πληθυσμό αντίστοιχα, ενώ συμμετείχε και ο αρχιεπίσκοπος. Πολλοί από τους φερομένους Τούρκους του νησιού ήταν Κρυπτοχριστιανοί Έλληνες που παντρεύονταν πάντα μεταξύ τους και ποτέ με Τούρκους, αν και συγχρωτίζονταν με αυτούς. Τούτο δείχνει ότι οι πρόνοιες του Χαττ-ι Σερίφ του 1839 για ελευθερία θρησκείας δεν εφαρμόστηκαν επί κυβερνητείας του «δικαίου» Αζίζ.

 

Ο αρχιεπίσκοπος και οι τρεις επίσκοποι είχαν και κοσμική και πνευματική εξουσία στους Έλληνες και στους Μαρωνίτες, από τους οποίους εισέπρατταν μεγάλα ποσά χρημάτων και προϊόντων αν και η δύναμή τους ήταν μικρότερη παρά πριν από το 1821, εντούτοις ήταν τέτοια που τους έκανε να εμπνέουν περισσότερο φόβο παρ' ό,τι ο κυβερνήτης και οι άλλες αρχές του τόπου.

 

Η βαρειά δασμολόγηση του κρασιού τύπου κουμανταρίας κάνει τον Λίτμπουρν να γράψει ότι αν αυτή συνεχιστεί, τα σταφύλια θα πάψουν να καλλιεργούνται στην Κύπρο. Στο εμπόριο αντανακλάται η δέσμευση της Κύπρου στην οικονομία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι πιο πολλές εισαγωγές (11.965) και εξαγωγές (21.730) γίνονταν από και προς αυτήν στα 1841, με δεύτερη τη Γαλλία (7.730 και 17.798 αντίστοιχα) και τρίτη την Αυστρία στις εισαγωγές (2.690) και τη Ρωσία στις εξαγωγές (9.555).