Η συρίζα αποτελεί είδος της παραδοσιακής κυπριακής καλαθοπλεκτικής. Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο μαζί, ενωμένες μεταξύ τους. Ήταν δύο κοφινωτοί σάκκοι, με πολύ μεγάλο άνοιγμα στο επάνω μέρος, κατασκευασμένοι από πλεγμένα βούρλα κι άλλα φυτά των ελών και των λιμνών. Ρίχνονταν στην πλάτη του γαϊδουριού, ταίριαζαν θαυμάσια στο σαμάρι, και χρησίμευαν για μεταφορές διαφόρων ειδών, βασικά λαχανοκηπευτικών. Λόγω του μαλακού υλικού με το οποίο κατασκευάζονταν, αλλά και του σχήματός τους, μπορούσαν σ' αυτές να μεταφέρονται από τους χωρικούς στην αγορά τα διάφορα προϊόντα των περιβολιών τους, χωρίς αυτά να καταστρέφονται.
Οι συρίζες κατασκευάζονταν από τεχνίτες που ονομάζονταν συριζάες (εν: συριζάς, ο), κυρίως στα χωριά Λακατάμια, Δευτερά, Ακρωτήρι Λεμεσού κ.α. Οι συριζάες μάζευαν τα βούρλα και τις «κάννες» από τις ελώδεις περιοχές Καλού Χωριού, Ορόκλινης, Λειβαδιών, Ακρωτηρίου. Μ' αυτά, ύστερα από επεξεργασία, έπλεκαν ζώνες πλάτους 5-10 εκατοστομέτρων και απεριόριστου μήκους, τις λεγόμενες βρουλλιστές. Μ' αυτές τις ζώνες, που τις έραβαν με φυτικό σχοινί, κατασκεύαζαν τις συρίζες.
Οι συριζάες κατασκεύαζαν, ωστόσο, και άλλα είδη καλαθοπλεκτικής, όπως ψάθες, ζεμπύλες, ζεμπύλια. Τα μικρά ζεμπύλια, που χρησιμοποιούνταν από τους γεωργούς για τη σπορά των δημητριακών (τα λεγόμενα ζεμπύλια του σπόρου στα οποία βρίσκονταν οι σπόροι τους οποίους έσπερναν), όπως κι άλλα μικρότερα είδη καλαθοπλεκτικής, κατασκευάζονταν από φύλλα φοινικιάς.
Το επάγγελμα του συριζά δεν ασκείται σήμερα, αφού τα είδη που κατασκεύαζε αντικαταστάθηκαν από βιομηχανοποιημένα δοχεία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια