Κατά το «Λεξικόν Τουρκο-Ελληνικόν» του Ι. Χλωρού, (Α', εν Κωνσταντινουπόλει, 1899, σ. 137) αζά= μέλη, όργανα του σώματος, ή μέλη του συμβουλίου, πάρεδροι, και αζαλήκ = η ιδιότης μέλους συμβουλίου, δικαστηρίου, σωματείου κλπ.
Μετά το Tanzimat (=διοικητικές μεταρρυθμίσεις) στην Οθωμανική αυτοκρατορία από το 1839 κ.ε., ιδίως όμως από το 1856 κ.ε., ο καζάς περιήλθε από τη δικαιοδοσία του καδή σ' εκείνη του καϊμακκάμη, ο ναχιές από τον ναΐπη στον μουδίρη και η κοινότητα από τον ιμάμη στον μουχτάρη ή κοινοτάρχη που ήταν πρόεδρος ολιγομελούς συμβουλίου από αζάδες, εκλεγμένους, όπως κι αυτός, από τον λαό κατ' έτος, αλλά από το 1868 διοριζόμενους (όπως κι οι μουδίρες) από τον καϊμακκάμη. Αλλά η διευθέτηση αυτή δεν σήμαινε τέλεια εξάλειψη της κοσμικής δύναμης του μουσουλμανικού ιερατείου, διότι μπορούσαν τα μέλη του να διοριστούν ή ήταν ex officio μέλη στα συμβούλια.
Καθήκον του μουχτάρη και των αζάδων ήταν η είσπραξη, συλλογή και κατ' ευθείαν μεταφορά του vergi (βεργκί = φόρου περιουσίας και εισοδήματος που καθοριζόταν από τα κεντρικά συμβούλια και κατανεμόταν στα χωριά από το επαρχιακό) στο ταμείο του καϊμακκάμη. Ο θεσμός όμως του μουχτάρη (αρχικά για τους Τούρκους, Μουχπίρη [muhpir] για τους Χριστιανούς) και τον αζάδων φαίνεται ότι προϋπήρχε του Tanzimat, τουλάχιστον από το 1829 στην Κωνσταντινούπολη και από το 1849 στην Κύπρο, αν όχι πιο πριν, κι απλώς επισημοποιήθηκε στα 1856 με το Χαττ-ι Χιουμαγιούν (Hatt-i Humayun), ένα από τα ουσιώδη στάδια των μεταρρυθμίσεων (Tanzimat).
Ο θεσμός διατηρήθηκε στην Κύπρο και επί Αγγλοκρατίας.