Μικρό αμιγές ελληνικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, περί τα 35 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης της Λεμεσού.
Η Συκόπετρα είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 740 μέτρων, με τα βόρειά της σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λευκωσίας-Λεμεσού και με τα ανατολικά της σύνορα να αποτελούν μέρος των διοικητικών ορίων των επαρχιών Λεμεσού-Λάρνακας. Από πλευράς ανάγλυφου η περιοχή της χαρακτηρίζεται από στενές βαθιές κοιλάδες, απότομες πλαγιές και ψηλές βουνοκορφές που συχνά ξεπερνούν τα 1.000 μέτρα. Η ψηλότερη από αυτές είναι ο Σταυρόπευκος (1.234 μέτρα), που βρίσκεται περί τα 2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οικισμού. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο της Γερμασόγειας και ιδιαίτερα από τον παραπόταμό της Αργάκι της Παπούτσας.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι διαβάσες και οι λάβες του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν πυριτιούχα εδάφη και φαιοχώματα.
Η Συκόπετρα δέχεται μια ψηλή μέση ετήσια βροχόπτωση που κυμαίνεται περί τα 740 χιλιοστόμετρα. Παρά τη ψηλή βροχόπτωση, το τραχύ και βουνίσιο ανάγλυφο του χωριού δεν αφήνει πολλά περιθώρια για γεωργική ανάπτυξη. Η πολύ περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη, κυρίως κατά μήκος των κοιλάδων και στις λιγότερο απότομες βουνοπλαγιές, καλλιεργείται με αμπέλια οινοποιησίμων ποικιλιών, εσπεριδοειδή (κυρίως μανταρινιές), ελιές, αμυγδαλιές και ελάχιστες χαρουπιές. Η μεγαλύτερη έκταση του χωριού είναι ωστόσο ακαλλιέργητη και καταλαμβάνεται από άγρια φυσική βλάστηση, κυρίως πεύκα, λατζ'ιές και ξισταρκές.
Η κτηνοτροφία είναι πολύ περιορισμένη και διεξάγεται πάνω σε οικιακή βάση.
Η Συκόπετρα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωριών που έχουν ευεργετηθεί από το Σχέδιο Ενιαίας Αγροτικής Αναπτύξεως Πιτσιλιάς με την ανόρυξη γεώτρησης για την άρδευση έκτασης γης 14 περίπου εκταρίων, τη βελτίωση αγροτικών δρόμων, την κατασκευή εγγειοβελτιωτικών έργων και τη βελτίωση και ασφάλτωση του δρόμου Αρακαπά - Συκόπετρας.
Η οδική σύνδεση της Συκόπετρας με τα γύρω χωριά γίνεται με μαιανδρικούς δρόμους εξαιτίας του βουνίσιου ανάγλυφου της περιοχής. Στα βορειοδυτικά συνδέεται με το χωριό Παλαιχώρι (περί τα 10 χμ.) και στα νότια με το χωριό Αρακαπάς (περί τα 7 χμ.).
Συμφωνα με τα υπάρχονατ στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 89 |
1891 | 110 |
1901 | 119 |
1911 | 142 |
1921 | 167 |
1931 | 132 |
1946 | 215 |
1960 | 217 |
1973 | 193 |
1976 | 187 |
1982 | 158 |
1992 | 80 |
2001 | 135 |
2011 | 120 |
2021 | 106 |
Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας είχε παραχωρηθεί, κατά τον ντε Μας Λατρί, αρχικά στους Ναΐτες ιππότες ۠ όμως μετά τη διάλυση του τάγματός τους, στις αρχές του 14ου αιώνα, το χωριό περιήλθε μαζί με άλλα στην κατοχή των Ιωαννιτών Ιπποτών που είχαν έδρα τους το Κολόσσι.
Η ονομασία του χωριού είναι σύνθετη, από το δέντρο συκή (συτζ'ιά) και την πέτρα. Σύμφωνα προς μια κάπως λογοτεχνική ερμηνεία, τα δυο αυτά στοιχεία ήταν κάποτε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της περιοχής του χωριού: δηλαδή πετρώδες έδαφος, και δέντρα συκιών σ' αυτό. Σύκα, πάντως, εξακολουθούν και σήμερα να παράγονται στη ν περιοχή του χωριού. Μερικοί θεωρούν ότι η ονομασία του χωριού δεν προήλθε από την συκιά αλλά από την φραγκοσυκιά, που στην Κύπρο λέγεται παπουτσοσυτζιά*, ή και παπούτσα. Είναι, επί του προκειμένου, αξιοσημείωτο ότι η κοντινή προς το χωριό βουνοκορφή του Τροόδους ονομάζεται Παπούτσα, ενώ στα νοτιοδυτικά του χωριού ρέει το αργάκι της Παπούτσας. Φραγκοσυκιές απαντώνται και σήμερα στην περιοχή του χωριού.