Συκαμινιά ή συκαμιά

Image

Λέγεται και βαβατσινιά (η), οι δε καρποί της βαβάτσινοι. Μορέα (Morus), κοινώς μουριά. Δυο είδη της απαντώνται στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια, με κοινότατο το είδος Morus alba (μορέα η λευκή), ενώ το δεύτερο, γνωστό και με την ονομασία σ΄αμντουντού, είναι η μορέα η μελανή (Morus nigra).

 

Πέραν των όσων αναφέρονται στο λήμμα βαβατσινιά, προσθέτουμε εδώ ότι η μορέα η λευκή, που απαντάται σε 10 περίπου ποικιλίες, είχε καλλιεργηθεί εκτεταμένα στην Κύπρο σε παλαιότερες εποχές, βασικά για το φύλλωμά της που εχρησιμοποιείτο για εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Μάλιστα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν οι Βρετανοί θέλησαν να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στην παραγωγή μεταξιού, δημιουργήθηκαν φυτώρια που προμήθευαν στους χωρικούς φυτά συκαμινιάς για καλλιέργεια. Μεγάλοι αριθμοί του δέντρου αυτού είχαν φυτευθεί τότε σε πολλές περιοχές της Κύπρου. Ωστόσο αργότερα, με τον τερματισμό της παραγωγής μεταξιού λόγω του ασύμφορού του, τα περισσότερα δέντρα συκαμινιάς εκριζώθηκαν κι αντικαταστάθηκαν με φρουτόδεντρα.

 

Παλαιοί επισκέπτες της Κύπρου, όπως ο Κορνήλιος Βαν Μπρούιν (1683), κάνουν λόγο για ύπαρξη μεγάλου αριθμού δέντρων συκαμινιάς γύρω από χωριά που ασχολούνταν με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων και την παραγωγή μεταξιού.

 

Ο Π. Γεννάδιος αναφέρει στο Φυτολογικόν Λεξικόν του ότι μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών της λευκής μορέας που υπήρχαν στην Κύπρο ήταν και η ποικιλία γνωστή ως μεταξόφυλλη. Λέγει επίσης ότι στην Κύπρο τα δέντρα της συκαμινιάς δεν αφήνονταν να πάρουν την πλήρη ανάπτυξή τους αλλά διατηρούνταν χαμηλά, σε ύψος γύρω στα 2 μέτρα.

 

Ο στέρεος φλοιός των κλάδων της συκαμινιάς, όταν κοβόταν σε μακριές λωρίδες, εχρησιμοποιείτο επίσης στην Κύπρο για διάφορους σκοπούς, όπως λ.χ. για να δένονται τα «μπόλια» σε εμβολιαζόμενα δενδρύλλια.

 

Οι καρποί της συκαμινιάς, οι λεγόμενοι βαβάτσινοι (απ' όπου και η ονομασία του χωριού Βαβατσινιά), είναι πολύ εύγευστοι και ζουμεροί κι απαντώνται σε διάφορους χρωματισμούς: άσπροι, μαύροι, κόκκινοι.

Φώτο Γκάλερι

Image