Το στρατούριν είναι το σαμάρι των γαϊδουριών, κι έτσι λέγεται στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα. Η λέξη στρατούριν έχει, μάλλον, ιταλική προέλευση (από τη λατ. λέξη strata που σημαίνει δρόμος, ταξίδι, επειδή τα γαϊδούρια φορούσαν τα στρατούρκα τους μόνο όταν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στη δουλειά, δηλαδή στον δρόμο για μεταφορές). Στρατούρκα φορούσαν και στα μουλάρια και στα γαϊδούρια, ποτέ όμως στα άλογα που φορούσαν σέλλες.
Τα στρατούρκα κατασκευάζονταν από λαϊκούς τεχνίτες που ελέγοντο στρατουράες (εν: στρατουράς, ο). Οι τεχνίτες αυτοί δούλευαν καθιστοί στο έδαφος και ως βασικά εργαλεία είχαν ένα δυνατό ψαλίδι και μια μεγάλη βελόνα (σακκοράφιν).
Το στρατούριν ήταν γερό στην κατασκευή φόρημα των ζώων. Ετοποθετείτο στη ράχη των ζώων, γι' αυτό στην κορφή του ήταν επίπεδο, σχήματος Π. Είχε δυο γερές πλευρές που κάλυπταν τα δυο πλευρά των ζώων. Στερεωνόταν στο στήθος των ζώων με τη λεγόμενη μπροστελλίνα, γερή ζώνη που στερεωνόταν στις δυο αντίστοιχες μπροστινές άκρες του στρατουρκού. Παρόμοια ζώνη, η πισιλλίνα, στερέωνε το στρατούριν στα καπούλια των ζώων, περνώντας κάτω από την ουρά. Μια τρίτη αλλά διαφορετική και πιο μαλακή ζώνη, η λεγόμενη μεσηλλίνα, στερέωνε ακόμη καλύτερα το στρατούριν ενώνοντας τις δυο πλευρές του στη μέση και περνώντας κάτω από την κοιλιά των ζώων.
Το στρατούριν κατασκευαζόταν από πολύ χοντρό βαμβακερό ύφασμα, το λεγόμενο σακκόπαννον. Εσωτερικά, δηλαδή ολόκληρη η επιφάνεια που ακουμπούσε στο σώμα των ζώων, επενδυόταν με τον λεγόμενον κκετσιέν κι ήταν πιο μαλακή για να μη πληγώνονται τα ζώα. Ο κκετσιές γινόταν με κακής ποιότητας μαλλί προβάτου۠ ο τεχνίτης άπλωνε το μαλλί αυτό στο πάτωμα, στο επιθυμητό μήκος και πλάτος, το ράντιζε, το πατούσε για να πιεστεί, το τύλιγε, το ξετύλιγε, προσέθετε νέες τούφες μαλλιού, έκανε ξανά την ίδια διαδικασία, μέχρι που το έπλαθε στο επιθυμητό πάχος (περίπου ένα εκατοστόμετρο) και αρκετά στέρεο. Το σακκόπαννον το αγόραζε۠ τέτοια χοντρά πανιά κατασκευάζονταν κυρίως στα χωριά της Μαραθάσας κι χρησιμοποιούνταν επίσης για κατασκευή σακιών, δισακιών, ταγαριών κ.α. χρειωδών. Το ράψιμο του στρατουρκού γινόταν με μεγάλο σακκοράφιν, εχρησιμοποιείτο δε ισχυρός σπάγγος από κλωσμένο καννάβιν. Τα μέρη του στρατουρκού που εδέχοντο τη μεγαλύτερη πίεση του φορτίου ενισχύονταν με «ντύσιμό» τους με μαλακό επεξεργασμένο δέρμα κατσίκας.
Στις δυο πλευρές του στρατουρκού υπήρχαν στερεωμένες ειδικές ισχυρές ζώνες, που κρατούσαν τα κοφίνια τα οποία φορτώνονταν στα ζώα.
Ο στρατουράς κατασκεύαζε κι άλλα είδη που χρησιμοποιούνταν στα μεταφορικά ζώα, όπως την μουτταρκάν (καπίστρι) ή και τις κουλλούρες (ειδικά φορήματα των ζώων που τοποθετούνταν στον ζυγό για να προφυλάσσουν το σβέρκο τους).
Σήμερα ο στρατουράς έπαψε να υφίσταται ως επάγγελμα, αν και σε μερικά χωριά τα στρατούρκα χρησιμοποιούνται ακόμη σε λίγα εναπομείναντα γαϊδούρια.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια