Γιατρός και προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στη Λευκωσία κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1803. Ενώ υπηρετούσε σαν χειρούργος στον αιγυπτιακό στρατό, κλήθηκε το 1832 να εγκατασταθεί στην Κύπρο από τον Γάλλο πρόξενο στη Λάρνακα Bottu. Ο Λαφφών στην αρχή εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα, όπου εξάσκησε το ιατρικό επάγγελμα. Το 1839 μετακόμισε στη Λευκωσία, όπου πολύ γρήγορα απέκτησε μεγάλη επιρροή πάνω στους Τούρκους επισήμους, πολλών από τους οποίους, όπως και του πασά της Κύπρου, ήταν προσωπικός γιατρός. Κέρδισε επίσης την εκτίμηση των Ελλήνων κατοίκων της Λευκωσίας, των οποίων αποδείχθηκε ένας πολύ καλός φίλος και αποτελεσματικός προστάτης εναντίον των αυθαιρεσιών και καταπιέσεων της τουρκικής εξουσίας.
Το 1845 ο Λαφφών διορίστηκε προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στη Λευκωσία, για να εκπροσωπεί στην πρωτεύουσα του νησιού τον Γάλλο πρόξενο που είχε, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι πρόξενοι, έδρα τη Λάρνακα. Ήταν ο πρώτος προξενικός πράκτορας των Ευρωπαίων στη Λευκωσία. Το 1846 διορίστηκε ταυτόχρονα και προξενικός πράκτορας της Ελλάδας στη Λευκωσία. Λόγω της μεγάλης του επιρροής στις τουρκικές αρχές και των φιλελληνικών του αισθημάτων, ο Λαφφών υποστήριξε μαχητικά — και πέτυχε — την εγκατάσταση και χρήση κωδώνων (από το 1858 και εξής) σε ορισμένες εκκλησίες και ιδιαίτερα στην εκκλησία της Φανερωμένης. Όπως είναι γνωστό οι καμπάνες είχαν απαγορευθεί και είχαν σιγήσει για πολλά χρόνια επί Τουρκοκρατίας.
Ο Λαφφών είχε συνδεθεί στενά, λόγω της δράσης του, αλλά και σαν γιατρός, με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α' (1854-1865), του οποίου, ύστερα από αποτυχία κάποιου Κυπρίου γιατρού, θεράπευσε το ερυσίπελας το 1859. Την ίδια χρονιά διορίστηκε δάσκαλος της γαλλικής γλώσσας στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας. Εκεί υπηρέτησε — παράλληλα με τα άλλα του καθήκοντα — μέχρι το 1862, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κυπριανός Οικονομίδης, ο μετέπειτα επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός*.
Σαν προξενικός πράκτορας υπηρέτησε στη Λευκωσία μέχρι του θανάτου του, γύρω στο 1874. Ο Hill (A History of Cyprus*, IV, p. 247) υποθέτει ότι ο Λαφφών προήχθη το 1868 σε πρόξενο και μετατέθηκε στη Λάρνακα, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1874, ενώ ο Roger Milliex ('Esquisse d' une Biographic de Gustave Laffon, 1835-1906', Πρακτικά τοῦ Πρώτου Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ Συνεδρίου, τόμ. Γ', μέρος Β', Λευκωσία, 1973, σσ. 222-3) πιστεύει ότι ο Hill έχει συγχύσει τη δράση του Adolphe Laffon με εκείνην του γιου του Gustave Laffon. Η άποψη του R. Milliex φαίνεται πολύ πιθανή.
Οι Έλληνες της Κύπρου διατηρούσαν με ευγνωμοσύνη, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, τη μνήμη του φιλέλληνα γιατρού Αδόλφου Λαφφών, «ὁ οἶκος τοῦ ὁποίου ἦτο τό ἄσυλον ὅλων τῶν διωκομένων Ἑλλήνων» (Έλευθερία, 2/15 Δεκ. 1906), και ο οποίος «τοσάκις ἐπί Τουρκοκρατίας ὑπερήσπισε μετά μοναδικῆς τόλμης καί ἀνδρείας Ἕλληνας δι’ ἀσήμαντόν τινα αἰτίαν συρομένους εἰς φυλακάς» (Σάλπιγξ, 29/7.6.1915).