Ηρακλής - Μιλκάρτ

Image

Σύνθετο συμβατικό όνομα που αποδίδεται σε μια σειρά παραστάσεων θεού, κυρίως αρχαϊκά και κλασικά αγάλματα, λόγω της εικονογραφικής και λατρευτικής συνάφειάς τους με τον ελληνικό ήρωα Ηρακλή και τον φοινικικό θεό Μιλκάρτ. Εξ άλλου αυτό το συγκρητικό θεωνύμιο μπορεί να βασιστεί και στα γραφόμενα του Ηροδότου (Βιβλίο II: 44) και του Λουκιανού του Σαμοσατέως (Dea Syria, III), όπου ο Ηρακλής ταυτίζεται ή και παραλληλίζεται με τον Μιλκάρτ.

 

Ο Ηρακλής ήταν στον ελληνικό χώρο ο πιο δημοφιλής και ένδοξος ήρωας, γιος του Διός και της Αλκμήνης. Ευεργέτησε την ανθρωπότητα κυρίως με τους δώδεκα άθλους και τελικά αποθεώθηκε και έγινε δεκτός στον Όλυμπο. Το όνομά του πιθανόν να σημαίνει «η δόξα της Ήρας». Ο Όμηρος (Οδύσσεια. 11:605 -611) τον αναφέρει ήδη τον 8ο αιώνα ως τοξότη. Όμως, είναι μέσα από την τέχνη που φαίνεται η μακρινή αρχαία καταγωγή του ήρωα από την Ανατολή. Στην ελληνική τέχνη λαμβάνει πρώτα (από την Ύστερη Χαλκοκρατία) τη μορφή των ηρώων που παλεύουν και εξουδετερώνουν ένα λιοντάρι, το οποίο ταυτίστηκε από τους Έλληνες με εκείνο της Νεμέας. Τέτοιες θεότητες και ήρωες, γνωστότεροι των οποίων ήσαν ο Γκιλκαμές και ο Βες (διαδεδομένος στην Αίγυπτο και την Ανατολή), παρουσιάζονται να δαμάζουν ή και να εξοντώνουν άγρια θηρία και ζώα (λιοντάρια, πάνθηρες, αντιλόπες κλπ.), με τα δέρματα των οποίων είναι ενδεδυμένοι. Από μυθολογικής πλευράς επίσης, το κυνήγι του λιονταριού της Νεμέας αποτελεί τον πρώτο άθλο του Ηρακλή. Συχνά όμως φέρει τη λεοντή (δέρμα λιονταριού) ενώ παλεύει με το λιοντάρι, πράγμα ασυμβίβαστο με την ελληνική μυθολογία, κατά την οποία φόρεσε τη λεοντή αφού σκότωσε πρώτα το λιοντάρι και πήρε το δέρμα του. Στη συνέχεια ο Ηρακλής απέκτησε το ρόπαλο, το τόξο και τα βέλη, συνεχίζοντας τους άθλους του. Δεν είναι παρά στην Ελληνιστική και κυρίως στη Ρωμαϊκή περίοδο που ο Ηρακλής γίνεται ένας πραγματικά θεοποιημένος ήρωας που διαδραματίζει σωτηριολογικό ρόλο στην εσχατολογική λύτρωση του ανθρώπου.

 

Ο Μιλκάρτ (=βασιλιάς / κύριος της πόλης, Μελκάρτ στα εβραϊκά: βλ. Μ. Sznycer, 'Les noms de metier et de fonction chez les Pheniciens', in La vie quotidienne a Chypre de l’ antiquite a nos jours, Paris, 1985), είναι ένα από τα ονόματα του Μεγάλου Θεού των Φοινίκων που ονομαζόταν και Βάαλ (= Κύριος). Τον γνωρίζουμε περισσότερο από το ιερό του στην Τύρο που μας περιγράφει ο Ηρόδοτος, αλλά λατρευόταν και αλλού, όπως στο Κίτιον, της Κύπρου, όπου του αφιέρωσαν ναό οι Τύριοι άποικοι, καθώς και σε άλλα φοινικικά κέντρα της Μεσογείου. Ως ουράνιος θεός, συνδεδεμένος με τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα, είχε σχέση με τη γονιμότητα της γης (ταυτισμένη με τη χθόνια θεά μητέρα Αστάρτη) την οποία εμπότιζε με τη βροχή του. Η ένωση αυτή του θεού του ουρανού και της θεάς γης (ιερός γάμος) είχε ως αποτέλεσμα να αναφύεται η βλάστηση που ταυτιζόταν με το νεαρό θεό Άδωνι. Η παλαιότερη ενεπίγραφη παράσταση του Μιλκάρτ βρέθηκε στο Breidj κοντά στο Χαλέπι της Συρίας και χρονολογείται στον 9ο π.Χ. αιώνα. Ο θεός φέρει τιάρα και είναι οπλισμένος με πέλεκυ, το όπλο - σύμβολο του Σύρου ομόλογού του Χατάτ με τον οποίο ήταν ταυτισμένος.