Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1865 μέχρι το 1900 (περίοδοι Οθωμανοκρατίας και Αγγλοκρατίας). Ο Σωφρόνιος Γ' υπήρξε ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της περιόδου της Οθωμανικής κατοχής και ο πρώτος της περιόδου της Αγγλοκρατίας. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο διαδέχθηκε τον αρχιεπίσκοπο Μακάριον Α' (1854-1865).
Ο Σωφρόνιος γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1825 στο χωριό Φοινί της επαρχίας Λεμεσού (απ' όπου και το επίθετο Φοινιεύς) και πέθανε στις 9 Μαίου 1900. Σε μικρή ηλικία κατετάγη ως δόκιμος στο μοναστήρι της Τροοδίτισσας, όπου διδάχθηκε και τα πρώτα γράμματα. Στις 16 Απριλίου 1842 χειροτονήθηκε σε διάκονο από τον επίσκοπο Πάφου Χαρίτωνα. Μέσα στον ίδιο χρόνο έφυγε για την Αττάλεια και απ' εκεί πήγε στη Σμύρνη για σπουδές. Στη Σμύρνη φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και ταυτόχρονα υπηρέτησε, για 7 χρόνια, ως διάκονος στον ναό του Ορθοδόξου Νοσοκομείου. Εργάστηκε επίσης ως δάσκαλος στις κατώτερες τάξεις της Σχολής. Πήγε ύστερα στην Αθήνα για συνέχιση των σπουδών του. Φοίτησε στη Ριζάρειο Σχολή και στη συνέχεια παρακολούθησε θεολογία και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όταν επέστρεψε στην Κύπρο διορίστηκε σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, υπηρετώντας στη θέση αυτή από το 1861 μέχρι το 1865. Το 1865, μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α' (4 Αυγούστου), ο Σωφρόνιος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου στις 28 Οκτωβρίου 1865. Το 1871, όταν χήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, ο Σωφρόνιος προβλήθηκε ως υποψήφιος οικουμενικός πατριάρχης, με ανθυποψηφίους τον πρώην πατριάρχη Άνθιμο και τον τότε μητροπολίτη Χίου. Ο σουλτάνος απέκλεισε τον Χίου και τον Κύπρου, κι έτσι εξελέγη στον οικουμενικό θρόνο ξανά ο Άνθιμος Ζ'.
Σώζεται το βεράτιον του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, που εξεδόθη από τον σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ τον Φεβρουάριο του 1866, κι είναι το τελευταίο, βέβαια, που εξεδόθη για Κύπριο αρχιεπίσκοπο. Το σημαντικό αυτό έγγραφο ενσωματώνει αποκρυσταλλωμένα τα προνομιακά, διοικητικά και εθναρχικά δικαιώματα (δικαστικά, οικονομικά κ.α.) του αρχιεπισκόπου και των επισκόπων της Κύπρου (βλέπε λήμμα Αβδούλ Αζίζ και Κύπρος, όπως και άρθρο του Π. Χιδίρογλου «Σουλτανικά Βεράτια υπέρ του Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Γ», στις Κυπριακές Σπουδές, ΛΕ' [1971], σσ. 143-164).
Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ απένειμε στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο και δύο παράσημα Meğidiye, στις 28 Μαρτίου 1867 και στις 15 Ιουλίου 1868 (διπλώματα γ' και β' βαθμού αντιστοίχως). Τα παράσημα αυτά αποτελούσαν εκδηλώσεις εύνοιας του σουλτάνου προς τον Σωφρόνιο που χαρακτηρίστηκε σαν ένας «των συνετών και περινουστάτων και πιστών υπηκόων» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας!
Ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Σωφρόνιος αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα κατά το διάστημα της θητείας του που εμπίπτει στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ένα τέτοιο πρόβλημα ήσαν οι ανωμαλίες στην επισκοπική περιφέρεια Κιτίου και οι οικονομικές απαιτήσεις του παραιτηθέντος κατά το 1868 επισκόπου Βαρθολομαίου. Ο Σωφρόνιος διευθέτησε τις ανωμαλίες αυτές, ενώ νέος επίσκοπος Κιτίου εξελέγη ο φωτισμένος ιεράρχης Κυπριανός.
Το 1870 ο Σωφρόνιος ηγήθηκε κυπριακής πρεσβείας που πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Τα άλλα μέλη της 5μελούς αποστολής ήσαν ο Αντώνιος Τριανταφυλλίδης, ο Χριστοφάκης Γαβριήλ, ο Περντέφ εφέντης και ο Χατζή Αλή εφέντης. Δύο ήσαν τα βασικά αιτήματα της αποστολής: να δοθεί βοήθεια στους Κυπρίους που βρίσκονταν σε πολύ δεινή θέση λόγω της ανομβρίας, και να γίνει νέα διευθέτηση σχετικά με το διοικητικό ζήτημα της Κύπρου η οποία εζητείτο ν' αποσπασθεί από την προβληματική υπαγωγή της στο βιλαέτι του Αρχιπελάγους που είχε έδρα του τη Ρόδο. Οι διάφορες επαφές της υπό τον Σωφρόνιο αποστολής είχαν καλά αποτελέσματα, ιδίως λόγω κατανοήσεως που επέδειξε και βοήθειας που πρόσφερε ο τότε μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ πασάς Κιμπρισλί που ήταν Κύπριος, καταγόμενος από την Πάφο. Το αίτημα των Κυπρίων για απόσπαση της Κύπρου από το βιλαέτι του Αρχιπελάγους έγινε δεκτό κι εφαρμόστηκε, όμως μόνο για λίγο· γιατί κατά τα επόμενα χρόνια και μέχρι την αγγλική κατάκτηση (1878), το νησί βρισκόταν και πάλι στη δικαιοδοσία του βαλή του βιλαετίου του Αρχιπελάγους. Φαίνεται ότι η επαναφορά της Κύπρου στο ίδιο βιλαέτι έγινε μάλλον μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Κιμπρισλί το φθινόπωρο του 1871.
Σ' ό,τι αφορούσε την αιτούμενη βοήθεια, φαίνεται ότι αυτή ήταν περισσότερο από αναγκαία γιατί η καταστροφή από την ανομβρία είχε οδηγήσει μέχρι τη λιμοκτονία των κατοίκων διαφόρων περιοχών του νησιού που απειλούντο με ερήμωση. Σε επιστολή του από την Κωνσταντινούπολη προς τον αρχιμανδρίτη Χρύσανθο ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος έγραφε την 1η Ιουλίου 1870 ότι προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη για ανακούφιση των πασχόντων ώστε να προλάβει τήν ἐκ τῆς φυγῆς τῶν κατοίκων ἐπαπειλουμένην ἐρήμωσιν πολλῶν μερῶν τῆς νήσου... Πράγματι, με τη βοήθεια και πάλι του Κιμπρισλί, τον Οκτώβριο του 1870 χορηγήθηκαν στους Κυπρίους διάφορες ποσότητες σιταριού, κριθαριού και ροβιού για σπορά. Η αποπληρωμή θα γινόταν μέσα σε τρία χρόνια.
Φαίνεται ακόμη ότι οφείλετο στον Κιμπρισλί και ο διορισμός ενός από τους καλύτερους Τούρκους κυβερνήτες στην Κύπρο, του Μεχμέτ Σαΐντ πασά (1868-1871), που ήταν προοδευτικός, ανεξίθρησκος κι όχι φανατικός, και συνεργάστηκε στενά με τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο.
Ο Σωφρόνιος πήγε ξανά στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και πήρε μέρος στη σύνοδο του Σεπτεμβρίου του χρόνου αυτού. Τη σύνοδο κάλεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στρεφόταν κατά του εξάρχου Βουλγαρίας Ανθίμου και των οπαδών του, τους οποίους κήρυξε σχισματικούς. Οι Βούλγαροι είχαν καταβάλει προσπάθειες να πείσουν τον Σωφρόνιο να μη συμμετάσχει στη σύνοδο, του έστειλαν μάλιστα στην Κύπρο και μακροσκελές υπόμνημα, γραμμένο στην ελληνική, ημερομηνίας 6 Ιανουαρίου 1871.
Ο Σωφρόνιος, που υπήρξε δάσκαλος ο ίδιος, επέδειξε ως αρχιεπίσκοπος ζωηρό ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση σχολείων. Μάλιστα το 1889 προέβη σε ενέργειες προς την Ελλάδα και την Αίγυπτο προκειμένου να εξασφαλίσει βοήθεια για ίδρυση γυμνασίου στην Κύπρο, που πράγματι άρχισε τη λειτουργία του στη Λευκωσία το 1893 (Παγκύπριον Γυμνάσιον).
Ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ήταν εκείνος που επίσημα, εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου, υποδέχθηκε τους Άγγλους όταν αυτοί κατέλαβαν το νησί το καλοκαίρι του 1878. Ύστερα από πρόσκληση του αρχηγού της αγγλικής στρατιωτικής δύναμης που κατέλαβε την Κύπρο, του ναυάρχου λόρδου Τζων Χέυ(John Hay), ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος παρευρέθη στην επίσημη ανάγνωση του σουλτανικού φιρμανίου για εκχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους. Η τελετή είχε γίνει στο σεράγιο στη Λευκωσία στις 25 Ιουλίου και στη συνέχεια ο Σωφρόνιος συναντήθηκε επίσημα με τον Χέυ. Ο αρχιεπίσκοπος συνοδευόταν από τους κοτζαμπάσηδες Χριστόδουλο Οικονομίδη και Σοφοκλή Λυσανδρίδη, καθώς και από τον Γουσταύο Λαφφών που ήταν διερμηνέας του. Κατά τη συνάντηση αυτή ο αρχιεπίσκοπος ζήτησε από τον λόρδο Χέυ ισότητα και αμερόληπτη δικαιοσύνη για τους Έλληνες της Κύπρου που ως τότε ήσαν δούλοι έναντι των Τούρκων. Ο Σωφρόνιος βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει το αίτημα αυτό, ύστερα από μικροεπεισόδιο που είχε συμβεί και που είχε προκαλέσει την αυθαίρετη επέμβαση του διερμηνέα των Άγγλων, ο οποίος απείλησε ότι «οι Ρωμηοί θα τιμωρούνται διπλάσια από ό,τι οι Τούρκοι». Ο ναύαρχος Χέυ εξέφρασε τη λύπη του και στην έντονη διαμαρτυρία του αρχιεπισκόπου απάντησε ότι ο διερμηνέας μίλησε από μόνος του και δεν εξέφραζε τις αγγλικές θέσεις.
Ο Σωφρόνιος, πάντως, δεν παρέστη στην τελετή ύψωσης της αγγλικής σημαίας στη Λευκωσία. Φαίνεται ότι είχε αποφασίσει να αποφύγει να παραστεί στην τελετή αυτή που αναμενόταν ότι θα δυσαρεστούσε τους Τούρκους και θα τους εξερέθιζε.
Την παραμονή της άφιξης στη Λευκωσία του πρώτου Άγγλου αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, έγινε σύσκεψη στην Αρχιεπισκοπή, υπό την προεδρία του Σωφρονίου, για ν' αποφασιστεί η ελληνική στάση που θ' ακολουθείτο, ενώ συντάχθηκε και το κείμενο της προσφώνησης που θα έκαμνε ο αρχιεπίσκοπος. Για τη σύνταξη του κειμένου αυτού συνεργάστηκε με τον αρχιεπίσκοπο ο Θεοδωρος Περιστιάνης, «τό πλέον μορφωμένον τότε πρόσωπον» (Κ. Δ. Κωνσταντινίδη, Ἡ Ἀγγλική Κατοχή τῆς Κύπρου, 1930, σ. 86).
Οι Έλληνες της Λευκωσίας προετοίμασαν λαμπρή υποδοχή στον σερ Γκάρνετ, στην οποία μετείχαν πλήθη λαού, τα σχολεία, οι πρόκριτοι, το ιερατείο και προσωπικά ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος. Και τούτο γιατί η κατάληψη της Κύπρου από τη (χριστιανική) Μεγάλη Βρετανία θεωρήθηκε πολύ σημαντική εξέλιξη που θα ευνοούσε τους (Χριστιανούς) Έλληνες της Κύπρου οι οποίοι είχαν υποφέρει τα πάνδεινα λόγω των αυθαιρεσιών, των ανικανοτήτων και των αδικιών της Οθωμανικής διοίκησης που τώρα τερματιζόταν.
Ο σερ Γκάρνετ, φορώντας τη μεγάλη στολή του και ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο, έφθασε στη Λευκωσία με την πολυπληθή στρατιωτική συνοδεία του, αφού παρέμεινε για λίγες μέρες στη Λάρνακα (όπου είχε φθάσει στις 22 Ιουλίου 1878). Ο λαός τον υπεδέχθη έξω από τα τείχη της Λευκωσίας, σε περιοχή της Αγλαντζιάς που λεγόταν «Ανεφανή». Εκεί ανέμενε κι ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος που, ανεβασμένος σε ένα πρόχειρο ξύλινο βάθρο και φορώντας κι αυτός την αρχιερατική του στολή, προσφώνησε τον κυβερνήτη. Στην προσφώνησή του δεν παρέλειψε να τονίσει τον πόθο των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση με την Ελλάδα. Η ομιλία του αρχιεπισκόπου έγινε στην ελληνική, μετέφραζε δε ο Ε. Μπέαριγκ, διερμηνέας του σερ Γκάρνετ.
Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της αγγλικής κατοχής της Κύπρου έγιναν οι πρώτες σημαντικές διοικητικές μεταβολές, αλλά δημιουργήθηκαν και τα πρώτα προβλήματα και οι πρώτες αντιδικίες με τους Άγγλους, ιδίως από πλευράς του επισκόπου Κιτίου Κυπριανού που έντονα υποστήριζε τα δικαιώματα των Ελλήνων Κυπρίων και της Εκκλησίας. Ο Σωφρόνιος προσπάθησε να ακολουθήσει περισσότερο μετριοπαθή πολιτική από ό,τι ο Κιτίου Κυπριανός, που λίγο αργότερα εξελέγη και βουλευτής στο Νομοθετικό.
Ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος ηγήθηκε της πρώτης κυπριακής πρεσβείας που πήγε στο Λονδίνο για προώθηση του εθνικού αιτήματος των Ελλήνων του νησιού για ένωσή του με την Ελλάδα, αιτήματος που είχε ήδη αρχίσει να προωθείται δυναμικά. Της αποστολής αυτής του 1889 (επί αρμοστείας του σερ Χένρυ Μπάλγουερ) δεν μετείχαν εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων λόγω δικής τους άρνησης. Ηγήθηκε της αποστολής ο Σωφρόνιος και μετείχαν τρεις βουλευτές, οι Πασχάλης Κωνσταντινίδης, Αχιλλέας Λιασίδης και Θεόδωρος Περιστιάνης. Η πρεσβεία έφθασε στο Λονδίνο στις 26 Μαϊου 1889 κι έγινε δεκτή από τον υπουργό Αποικιών λόρδο Νάτσφορντ ύστερα από μακρά αναμονή ενός περίπου μήνα. Στον υπουργό υπεβλήθη μακροσκελές υπόμνημα από την πρεσβεία, η οποία έθεσε προς αυτόν, εκτός από το εθνικό θέμα, κι όλα τα θέματα που αφορούσαν τη δημοσιονομική πολιτική της αγγλικής διοίκησης του νησιού και ζήτησε φορολογικές ελαφρύνσεις και βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Ο λόρδος Νάτσφορντ, με την κινητοποίηση του κυβερνητικού μηχανισμού και της αγγλικής διοίκησης της Κύπρου, αντέκρουσε τα επιχειρήματα των Κυπρίων.
Στο Λονδίνο ο Σωφρόνιος (μαζί με τα λοιπά μέλη της αποστολής) είχε και πολλές άλλες επαφές, περιλαμβανομένων συναντήσεων με τον ηγέτη των Φιλελευθέρων Γλάδστωνα καθώς και με τη βασίλισσα Βικτώρια. Κατά τις συναντήσεις αυτές ο Σωφρόνιος φορούσε την επίσημη αρχιερατική του αμφίεση, που προκάλεσε σχόλιο του Γλάδστωνος, στην αρχαία ελληνική μάλιστα, ότι «χάρμα ἐστίν ἰδεῖν ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου!». Ο Γλάδστων προσφώνησε στην ελληνική τον αρχιεπίσκοπο. Η δε συνάντηση του Σωφρονίου με τη βασίλισσα Βικτώρια προκάλεσε πολλά σχόλια, επειδή ο αρχιεπίσκοπος παρέβη το πρωτόκολλο και δεν φίλησε το χέρι της. Τούτο έγινε ύστερα από συμφωνία, την οποία είχε αποδεχθεί η βασίλισσα ειδικά για τον αρχιεπίσκοπο. Η δε εφημερίδα Times του Λονδίνου έγραψε ότι ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου απεδείχθη «ο λέων της ημέρας». Ο Σωφρόνιος δέχθηκε επίσης πολλές τιμές από την ελληνική παροικία του Λονδίνου, ακόμη και από την Αγγλικανική Εκκλησία (λόγω του αξιώματός του), ενώ η αποστολή είχε κι άλλες συναντήσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ωστόσο στα βασικότερα των αιτημάτων των Κυπρίων, και ιδίως στο εθνικό θέμα, η αγγλική στάση υπήρξε αρνητική, πράγμα που δημιούργησε περισσότερη ένταση στην Κύπρο, η οποία συνεχίστηκε στα επόμενα χρόνια κι εκδηλωνόταν με διάφορους τρόπους, περιλαμβανομένων μαζικών συλλαλητηρίων. Επί αρχιεπισκοπείας του Σωφρονίου διετέλεσαν αρμοστές της Κύπρου και οι σερ Ουώλτερ Σένταλ και σερ Ο. Φ. Χαίυνες - Σμιθ.
Εδώ, ωστόσο, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι το 1896 οργανώθηκαν οι πρώτοι Παγκύπριοι αθλητικοί αγώνες, ενώ το 1897 αρκετοί Έλληνες της Κύπρου συμμετείχαν εθελοντικά στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο με την ανοχή των Άγγλων. Οι Έλληνες της Κύπρου, στο μεταξύ, χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, στους «αδιάλλακτους», που υποστήριζαν σκληρή στάση έναντι των Βρετανών, και στους «διαλλακτικούς», που υποστήριζαν ότι με τη συνεργασία θα μπορούσαν να εξασφαλισθούν καλύτερα αποτελέσματα. Ηγεσία των «αδιαλλάκτων» ήσαν οι κύκλοι της επισκοπής Κιτίου, ενώ των «διαλλακτικών» οι κύκλοι της επισκοπής Κυρηνείας. Ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος απέφυγε την άμεση ανάμειξή του στα ζητήματα αυτά, προτιμώντας να παραμένει αδρανής κατά τα τελευταία λίγα χρόνια της μακράς αρχιεπισκοπείας του. Με τον θάνατο του Σωφρονίου, το 1900, οι δυο παρατάξεις υποστήριξαν με φανατισμό ως νέο αρχιεπίσκοπο τον δικό τους (Κιτίου Κύριλλο και Κυρηνείας Κύριλλο). Τα πράγματα οδηγήθηκαν γρήγορα σε αδιέξοδο και δημιουργήθηκε τότε το γνωστό αρχιεπισκοπικό ζήτημα που συντάραξε κι αναστάτωσε την Εκκλησία και την Κύπρο γενικότερα, για μια ολόκληρη δεκαετία. Τελικά και οι δύο Κύριλλοι έγιναν, διαδοχικά, αρχιεπίσκοποι Κύπρου.