Κύριλλος Α'

Image

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα από το 1849 μέχρι το 1854.

 

Πριν ανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο Κύριλλος είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια ως εκκλησιαστικός κι είχε ανέλθει μέχρι και τον ιερατικό βαθμό του αρχιμανδρίτη. Ήταν συγγενής του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, του γνωστού εθνομάρτυρα (1810-1821), κι επέζησε των σφαγών του Ιουλίου του 1821. Για 28 χρόνια υπηρέτησε στην Αρχιεπισκοπή (1821-1849) ως ιεροδιάκονος και αρχιμανδρίτης, κατά το διάστημα δε αυτό είχε διακριθεί, όπως αναφέρεται, ἐπί νοημοσύνῃ καί δραστηριότητι ἔν τε τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς καί πολιτικοῖς πράγμασι... (βλέπε Φ. Γεωργίου, Εἰδήσεις Ἱστορικαί, σ. 128).

 

Μάλιστα δυο φορές είχε αναλάβει αποστολές στην Κωνσταντινούπολη: το 1835, μαζί με άλλους δυο Κυπρίους κληρικούς, και το 1848 ως συνοδός και σύμβουλος και «συμβοηθός» του προκατόχου του αρχιεπισκόπου Ιωαννικίου.

 

Ο Κύριλλος διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωαννίκιο που είχε πεθάνει τον Μάρτιο του 1849, εξελέγη δε από συνέλευση που είχε συγκροτηθεί τον Απρίλιο του ιδίου χρόνου (υπόμνημα εκλογής του στον Κώδικα Α'. σ. 281, της Αρχιεπισκοπής). Στην εκλογική συνέλευση μετείχαν οι τότε μητροπολίτες του νησιού και 39 άλλοι, κληρικοί και λαϊκοί. Πριν όμως ο νέος αρχιεπίσκοπος αναλάβει τα καθήκοντά του, οι αντίπαλοί του προσέβαλαν την πράξη εκλογής του Κυρίλλου, υποστηρίζοντας ότι της εκλογικής συνελεύσεως μετείχε μη ικανοποιητικός αριθμός ατόμων. Η αντιπολιτευόμενη τον Κύριλλο μερίδα είχε την υποστήριξη και του τότε Τούρκου κυβερνήτη της Κύπρου, ζητούσε δε να διεξαχθεί νέα εκλογή. Το όλο ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί η αναγνώριση και εγκαθίδρυση του Κυρίλλου για τρεις μήνες. Μάλιστα είχε εκδοθεί βεζυρική διαταγή με την οποία καλούνταν να προσέλθουν στο σεράγιο της Λευκωσίας στις 10.7.1849 αντιπρόσωποι από όλες τις πόλεις και από όλους τους καζάδες της Κύπρου ἳνα ἐρωτηθῶσιν ἐάν τοῦ Πανσεβάστου Ἀρχιεπισκόπου ἡ  ἐκλογή ἀπεπερατώθη διά ψήφων ὀλιγίστων ἀτόμων. Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι αντιπρόσωποι, κληρικοί και λαϊκοί, που ανέρχονταν σε 87, συγκρότησαν νέα εκλογική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο σεράγιο, και στην οποία μετείχαν και πάλι οι τρεις μητροπολίτες της Κύπρου. Η νέα αυτή συνέλευση επεκύρωσε, με ισχυρή πλειοψηφία και τρόπο πανηγυρικό, την προηγούμενη πράξη εκλογής του Κυρίλλου (Κῶδιξ Α ', Αρχιεπισκοπής, σ. 285). Οι αντιπρόσωποι μάλιστα που μετείχαν στη δεύτερη αυτή εκλογική συνέλευση απηύθυναν έγγραφο προς τον νέο αρχιεπίσκοπο με το οποίο διαδήλωναν την προς αυτόν αφοσίωσή τους (Κῶδιξ Α ' Αρχιεπισκοπής, σ. 287).

 

Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Κύριλλος Α' παρέμεινε για σύντομο σχετικά διάστημα, περίπου 5 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του που συνέβη στις 23.7.1854 αφού προηγήθηκε τρίμηνη ασθένειά του που τον είχε καθηλώσει στο κρεββάτι. Επί αρχιεπισκοπείας του έγινε η ανακήρυξη διά συνοδικού τόμου, της Εκκλησίας της Ελλάδος ως αυτόνομης. Ο Κύριλλος έλαβε γνώση του γεγονότος με επιστολή που του απέστειλε με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1850 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος. Απαντώντας ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος, στις 18 Σεπτεμβρίου 1850, έγραφε και τα ακόλουθα:

 

... Ἐπανιδών λοιπόν ταύτην τήν πνευματικήν ἓνωσιν τῆς Ἑλληνικής Ἐκκλησίας μετά τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου, ἠσθόμην χαράν ἀμύθητον καί ἀγαλλίασιν ἀνέκφραστον, καί ἐκ βαθέων ἐδοξολόγησα τόν ἐν Ὑψίστοις, τόν κηδόμενον τῆς τῶν Ὁρθοδόξων εὐκλείας καί ἀκεραιότητος καί παναγάθως συνάπτοντα διά τῆς ἑνότητος τοῦ Παναγίου Πνεύματος τάς ἀπανταχοῦ Αὐτοῦ  Ἐκκλησίας, εἰς μίαν ἁγίαν, καθολικήν καί  ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν... (βλέπε Κώδικα Α' Αρχιεπισκοπής, σ. 293).

 

Εξάλλου, με επιστολή του ημερομηνίας 18 Οκτωβρίου 1850, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου την συνέχαιρε για την αναγνώρισή της ως αυτόνομης. Ευχαριστήρια απάντηση του απέστειλε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 30 Δεκεμβρίου 1850.

 

Στο μεταξύ, μέσα στο 1850, δημιουργήθηκε εκκλησιαστική αναταραχή στην Κύπρο εξαιτίας κάποιου μοναχού από τη Χίο που λεγόταν Γρηγόριος. Ο μοναχός αυτός περιερχόταν διάφορα μέρη που εκκλησιαστικά ανήκαν στη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και παρουσίαζε τον εαυτό του ως τον ...Τριμιθούντος άγιο Σπυρίδωνα (!). Παρουσίαζε μάλιστα και ψευδή πιστοποιητικά εκδοθέντα δήθεν από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωαννίκιο (τον προκάτοχο του Κυρίλλου Α΄) και απεκόμιζε προσωπικά οφέλη από τους πιστούς, όσους ήσαν αρκετά αφελείς για να τον πιστέψουν. Ο απατεώνας αυτός μοναχός συνελήφθη τελικά στη Ρόδο κι εστάλη στην Κύπρο για να περιοριστεί στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου (σώζεται σχετική επιστολή του οικουμενικού πατριάρχη, ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1850, στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής). Με δεύτερη επιστολή, ημερομηνίας 2 Μαρτίου 1850, δίνονταν στον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο πατριαρχικές οδηγίες όπως ο απατεώνας αυτός φυλαχθῇ μετά πάσης αὐστηρότητος πρός τήρησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐκοσμίας καί τάξεως. Στον Κύκκο όμως, όπου κλείστηκε, ο ταραχοποιός δημιούργησε σκάνδαλα με τις αισχρολογίες του, τελικά δε δραπέτευσε. Επανασυνελήφθηκε κι οδηγήθηκε ξανά στον Κύκκο, όμως ο ηγούμενος του μοναστηριού απευθύνθηκε στον αρχιεπίσκοπο υποδεικνύοντας ότι ήταν εντελώς ασύμφορη κι επιβλαβής για το μοναστήρι του η εκεί παρουσία του μοναχού Γρηγορίου. Τελικά ο οικουμενικός πατριάρχης διέταξε με επιστολή του (που σώζεται) το κλείσιμο του ταραχοποιού μοναχού στο Σταυροβούνι που εχρησιμοποιείτο τότε ως φυλακή για τους παρεκτρεπόμενους κληρικούς, κι έτσι το θέμα έληξε.

 

Κατά το 1853 ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος προέβη σε διαβήματα προς τις οθωμανικές αρχές για επιστροφή στην Εκκλησία των κτηματικών περιουσιών που είχαν πωληθεί από τους προκατόχους του κι ανήκαν στους επισκοπικούς θρόνους και σε μοναστήρια. Οι αρχές απάντησαν με ημερομηνία 15 Σαφέρ 1269, ότι αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν το ημερομηνίας 5 Ρετζέπ 1269 αίτημα του αρχιεπισκόπου, γιατί εμποδίζονταν από τον νόμο του 1226.

 

Μέσα στον ίδιο χρόνο (1853), ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α' αποφάσισε να ιδρύσει στην Κύπρο ιερατική σχολή, ενθαρρυνόμενος και από τον γενικό πρόξενο της Ρωσίας στη Βηρυτό Κ. Βασιλείου. Προς τούτο απευθύνθηκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ζητώντας να εξεύρει κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει τη διεύθυνση της υπό ίδρυση σχολής. Ο διευθυντής της Σχολής Χάλκης Κ. Τυπάλδος απάντησε ότι αδυνατούσε να βοηθήσει. Ο Κύριλλος προσκάλεσε τότε τον σοφό Κύπριο μητροπολίτη Μεσημβρίας Σαμουήλ* (πρώην διευθυντή της Πατριαρχικής Ακαδημίας) να έλθει στην Κύπρο για να αναλάβει τη διεύθυνση της νέας σχολής. Ο Σαμουήλ απάντησε όμως ότι αδυνατούσε ν' ανταποκριθεί λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του (επιστολή του ημερομηνίας 21.5.1853 στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής). Ο θάνατος του Κυρίλλου, τον επόμενο χρόνο, άφησε τελικά απραγματοποίητη την προσπάθειά του αυτή.

 

Επίσης μέσα στον ίδιο χρόνο (1853), στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου, ο τότε μητροπολίτης Πάφου Χαρίτων* είχε απευθύνει, άγνωστο πού, μια επιστολή του, της οποίας το περιεχόμενο δεν διεσώθη. Η επιστολή, πάντως, δημιούργησε τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των Χριστιανών και των Οθωμανών, εδόθη δε σ' αυτήν τέτοια σημασία ώστε η Υψηλή Πύλη ζήτησε αμέσως εξηγήσεις από τον οικουμενικό πατριάρχη. Ο τελευταίος, με επιστολή του ημερομηνίας 1.10.1853, απευθυνόμενος προς τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο, ζήτησε να επιπλήξει τον Πάφου Χαρίτωνα. Εφιστούσε δε την προσοχή του, ζητώντας ν' αποφεύγονται ενέργειες που δυνατόν να είχαν σοβαρές συνέπειες (η πατριαρχική επιστολή σώζεται στο αρχείο της Αρχιεπισκοπής). Ο Πάφου Χαρίτων απολογήθηκε στις οθωμανικές αρχές και το θέμα έληξε.

 

Τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Α' τίμησε η Πύλη, επιτρέποντάς του να φέρει το παράσημο που είχε απονεμηθεί στις 5 Δεκεμβρίου 1846 προς τον προκάτοχό του αρχιεπίσκοπο Ιωαννίκιο. Επί ημερών του Κυρίλλου Α' διορίστηκε Κύπριος αντιπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη, προς προώθηση των κυπριακών συμφερόντων στην Πύλη, ο Γεώργιος Γλυκύς. Με ενέργειες δε του αρχιεπισκόπου, είχε αποφασισθεί από το 1850 όπως η είσπραξη του φόρου της δεκάτης γίνεται ὑπό ἑταιρείας Χριστιανῶν, κατά «βασιλικήν επιείκειαν».

 

Σε σχέση όμως με τις οθωμανικές αρχές του νησιού, προς τις οποίες η συμπεριφορά του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου χαρακτηριζόταν από δειλία, νέα δυσκολία προέκυψε το 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου: Στην Αθήνα εξεδόθη φυλλάδιο επαναστατικού περιεχομένου, διεγεῖρον τό ἐθνικόν αἲσθημα τῶν Χριστιανῶν ὑπηκόων τῆς Πύλης καί παροτρῦνον αὐτούς πρός ἀπελευθέρωσιν... (Χάκκετ - Παπαϊωάννου, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Α', 1923, σ. 329). Οι αρχές θεώρησαν ότι συντάκτης του ανώνυμου επαναστατικού φυλλαδίου ήταν ο δάσκαλος της Ελληνικής Σχολής της Λευκωσίας Επαμεινώνδας Φραγκούδης*, που διέμενε στην Αρχιεπισκοπή. Θεωρήθηκε επίσης ότι ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος υπέθαλπε τέτοιες ενέργειες. Έγιναν έρευνες από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, που δεν απέδειξαν τίποτε. Ο αρχιεπίσκοπος όμως φοβήθηκε ότι οι Χριστιανοί της Λευκωσίας, κι ο ίδιος προσωπικά, κινδύνευαν από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο της πρωτεύουσας, γι΄ αυτό και κατέβαλε πολλές προσπάθειες να πείσει περί της αθωότητας των πάντων τόσο τους πολιτικούς όσο και τους θρησκευτικούς ηγέτες των Τούρκων, πράγμα που κατόρθωσε. Θεωρείται όμως από μερικούς ότι το επεισόδιο αυτό, που μπορούσε να εξελιχθεί σε πολύ σοβαρό, ήταν εκείνο που τελικά κλόνισε την υγεία του αρχιεπισκόπου, ὁ δέ θάνατος αὐτοῦ λέγεται ἐπισπευσθείς (Χάκκετ -Παπαϊωάννου, ό.π.π.).

 

Τον Απρίλιο του 1854, πάντως, ο Κύριλλος ασθένησε σοβαρά. Μετά από τρεις μήνες, κατά τους οποίους παρέμεινε κλινήρης στην Αρχιεπισκοπή, μεταφέρθηκε για ανάρρωση στο μοναστήρι του Αγίου Ηρακλειδίου. Εκεί πέθανε στις 23 Ιουλίου1854.

 

Διάδοχός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο εξελέγη ο Μακάριος Α' (Χριστοδουλίδης ή Μυριανθεύς).