Λέγεται και αφιόνιν (το) και παπαρούνα (η). Επιστημονική ονομασία: Papaver setigerum (απαντάται σε δυο υποείδη, που το ένα μερικοί αναφέρουν ως Papaver somniferum και το δεύτερο ως Papaver somniferum ssp. setigerum). Οικογένεια: Παπαβεριδών (Papaveraceae). Μήκων η υπνοφόρος και Μήκων η μηριγκοφόρος. Αγγλική ονομασία: Opium poppy. Η ονομασία χασκάσ’ιν είναι τουρκική, όπως και η ονομασία αφιόνιν.
Πρόκειται για ετήσιο αυτοφυόμενο στην Κύπρο φυτό, γνωστό από τα αρχαία χρόνια, που μέχρι και πρόσφατα εκαλλιεργείτο ταυτόχρονα και σε κήπους, αλλά και στις αυλές ως διακοσμητικό. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον κουτσοπετεινόν, την συνηθισμένη παπαρούνα (Papaver rhoeas) κι άλλα ακόμη είδη που επίσης αυτοφύονται στην Κύπρο.
Το φυτό Papaver setigerum είναι σχεδόν παρόμοιο και πολύ συγγενικό με το Papaver somniferum (που και τα δυο αυτοφύονται τόσο στην Κύπρο όσο και σε πολλές άλλες χώρες). Το όπιο, το γνωστό καταστροφικό ναρκωτικό (τουρκικά: χασίς) παράγεται από το δεύτερο φυτό (Papaver somniferum) ύστερα από διαδικασίες κι αποστάξεις του χυμού που λαμβάνεται από την ανώριμη καψούλα του φυτού η οποία χαράσσεται με λεπίδα χωρίς να γίνει εκρίζωσή του. Επειδή το ναρκωτικό αυτό είναι επικίνδυνο, η εμπορία του απαγορεύεται σήμερα αυστηρά, όπως απαγορεύεται και η καλλιέργεια του ίδιου του φυτού. Ωστόσο τούτο καλλιεργείται σε ασιατικές κυρίως χώρες και στη γειτονική Τουρκία για παραγωγή ναρκωτικών. Από το φυτό παράγεται, πάντως, και η μορφίνη που χρησιμοποιείται στην ιατρική. Το όπιο εχρησιμοποιείτο ως ναρκωτικό και ηρεμιστικό και κατά την Αρχαιότητα, με χρήσεις επίσης και για ιατρικούς σκοπούς.
Βλέπε λήμμα: Ιατρική
Είναι δε γνωστό από αρχαιολογικά ευρήματα ότι κατά την Αρχαιότητα η Κύπρος παρήγε όπιο που μάλιστα εξαγόταν σε ειδικά φιαλίδια στην Αίγυπτο και αλλού. Την ονομασία μήκων έδιναν στο φυτό οι αρχαίοι Έλληνες και τούτο περιγράφουν αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Διοσκουρίδης, ο Θεόφραστος, ο Ησίοδος, ο Παυσανίας κ.α.
Το φυτό αυτοφύεται σήμερα σε διάφορες ημιορεινές και ορεινές περιοχές της Κύπρου, ιδίως σε πλαγιές και στις πλευρές αγροτικών δρόμων, σε υψόμετρο μεταξύ 300 και 1.220 μέτρων περίπου. Σε μερικές μικρές περιοχές απαντάται σε μεγάλους αριθμούς και πιθανότατα προήλθε από καλλιέργειες που γίνονταν σε παλαιότερες εποχές. Σήμερα, βέβαια, δεν καλλιεργείται.
Σε ύψος φθάνει το ένα μέτρο και χαρακτηρίζεται από ωραία πλατιά φύλλα. Ανθίζει μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου και δίνει πολύ ωραία και μεγάλα άνθη χρώματος βαθιού ροζ προς το βιολετί, έως κόκκινο με ροζ αποχρώσεις. Στο κέντρο του άνθους υπάρχουν πολλοί στήμονες, ενώ ο ύπερος είναι η χαρακτηριστική κάψουλα, ο καρπός του φυτού (στην Κύπρο ονομαζόταν καρύδι) που ωριμάζει στο κέντρο κάθε άνθους. Ο καρπός είναι αυτός που δίνει τον χυμό απ' όπου παράγεται το όπιο. Περικλείει δε πολλούς μικροσκοπικούς σπόρους που όταν ωριμάσουν έχουν σκούρο καφέ χρώμα.
Βλέπε λήμμα: Βοτάνιν
Σε παλαιότερες εποχές, αλλά ακόμη και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, πολλές γυναίκες της κυπριακής υπαίθρου χρησιμοποιούσαν τους καρπούς του φυτού αυτού ως υπνωτικό για να κοιμούνται ήρεμα τα βρέφη τους. Η χρησιμοποίηση όμως του καρπού αυτού δεν ήταν τόσο επικίνδυνη γιατί δεν επρόκειτο για χρήση σκληρού ναρκωτικού (οπίου) αφού δεν προηγούνταν οι διεργασίες εξαγωγής και παραγωγής του ναρκωτικού. Αντίθετα, χρησιμοποιούνταν μόνο οι σπόροι από την κάψουλα του φυτού που εβράζονταν σε γάλα ή τσάι. Επίσης συχνά εχρησιμοποιείτο το λουλούδι του φυτού (αλλ' όχι η κάψουλα) του οποίου τα πέταλα γίνονταν «γλυκό», αναμεμειγμένα με ζάχαρη (όπως το «γλυκό» από τριαντάφυλλα ή ανθούς εσπεριδοειδών) και το «γλυκό» αυτό επίσης εχρησιμοποιείτο ως υπνωτικό για τα μικρά παιδιά, ιδίως πολυμελών οικογενειών, προκειμένου να μπορούν οι γονείς τους να εργάζονται στους αγρούς και στους κήπους.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια