Σιταροπούλλα

Image

Λέγεται και σιταρκά (η), σίταρος (ο), τσίχρος (ο), καλαμοσίταρος (ο), πουρούλλα (η) κλπ. Αραβόσιτος, κοινώς καλαμπόκι. Επιστημονική ονομασία: Zea mays. Ετήσιο μονοκότυλο φυτό της οικογένειας των Γραμινιδών (Graminaceae) που κατετάγη στην κατηγορία των σιτηρών. Στην Ευρώπη εισήχθη, μέσω Ισπανίας, από τη Νότιο Αμερική το 1500. Καλλιεργείται σ' όλο τον κόσμο τόσο σαν κτηνοτροφικό, όσο και σαν βιομηχανικό σιτηρό, σε διάφορες ποικιλίες.

 

Είναι μονοετής πόα με χοντρό κι ευθύ βλαστό που φθάνει σε ύψος μέχρι και 4 μέτρα. Σχηματίζει κόμπους καθ' ύψος και καταλήγει στην κορυφή σε αρσενική ανθοταξία. Οι θηλυκές ανθοταξίες, μέχρι και 4 ανά φυτό, αναπτύσσονται από «μασχάλες» των μεγάλων σπαθωτών φύλλων του βλαστού και σχηματίζουν είδος σταχυού, την λεγόμενη κούκλαν, που έχει στο άνω μέρος της μια φούντα από «μεταξένια» νήματα. Η κούκλα αποτελείται από σειρές επικαλύψεων σαν φύλλα, στο δε μέσο της έχει χοντρό και σχετικά σκληρό στέλεχος επί του οποίου υπάρχουν πολλοί κόκκοι (σπέρματα), που αποτελούν τον καρπό. Ο ώριμος καρπός έχει ωραίο κίτρινο χρώμα (ή ασπριδερό έως κοκκινωπό και στακτόμαυρο, ανάλογα προς την ποικιλία).

 

Οι καρποί του καλαμποκιού είναι πλούσιοι σε θρεπτικές ουσίες. Χρησιμοποιούνται για παραγωγή αλεύρου από το οποίο παρασκευάζονται είδη αρτοποιίας (άζυμος άρτος) και γλυκίσματα. Στη βιομηχανία χρησιμοποιούνται για παραγωγή αμύλου, γλυκόζης, λαδιού κλπ. Τα στελέχη του φυτού χρησιμοποιούνται στη χαρτοβιομηχανία. Τα φύλλα και οι σπόροι του χρησιμοποιούνται επίσης ως πολύ καλές ζωοτροφές. Το αφέψημα από το τρίχωμα του καρπού είναι ισχυρό διουρητικό και ενδείκνυται για τις παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος και των νεφρών.

 

Στην Κύπρο, ένας παραδοσιακός τρόπος εκμετάλλευσης της σιταροπούλλας είναι η πώληση των καρπών του φυτού από πλανόδιους μικροπωλητές που τους ψήνουν στα κάρβουνα. Οι σπόροι ψήνονται επί ολοκλήρου του στελέχους των, που ξανατυλίγεται στο περίβλημά του και προσφέρεται στους περαστικούς. Τούτο συνηθίζεται και στην Ελλάδα, την Τουρκία κι αλλού. Επίσης, με περιβλήματα των στάχεων  της σιταροπούλλας  παραγεμίζονταν κρεβάτια. Στα ορεινά κυρίως χωριά της Κύπρου άλεθαν τη σιταροπούλλαν και με το αλεύρι της έφτιαχναν ένα παραδοσιακό είδος γλυκίσματος, τον λεγόμενο κουβαρκαστόν χαλουβάν (χαλβά), με έψημαν και σησάμι. Συνήθιζαν επίσης να  αναμειγνύουν το αλεύρι της σιταροπούλλας με αλεύρι του σιταριού για παρασκευή καλύτερων και γλυκύτερων ψωμιών. Γενικότερα, η καλλιέργεια της σιταροπούλλας στην Κύπρο δεν είναι σήμερα ιδιαίτερα διαδεδομένη. Ωστόσο, εκτός από την επαγγελματική καλλιέργειά της, αυτή καλλιεργείται και σε κήπους σπιτιών ή και σε αγρούς άλλων καλλιεργειών, για προσωπική χρήση.