Η Ρόδος είναι νησί της Δωδεκανήσου, στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, το μεγαλύτερο του συμπλέγματός του και το τέταρτο της Ελλάδας, μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο, με έκταση 1.398 τ.χμ. Είναι από τα πλησιέστερα προς την Κύπρο σημεία της ελληνικής επικράτειας.
Η Ρόδος κατοικήθηκε από Δωριείς, που έφθασαν στα Δωδεκάνησα πριν από την κάθοδό τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, κι απετέλεσε ομοσπονδία μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό (σχηματίστηκε η λεγόμενη Δωρική Εξάπολις, αφού στην ομοσπονδία αυτή συμμετείχαν, εκτός από τις τρεις πόλεις που αναφέρθηκαν, κι οι τρεις σημαντικές αρχαίες πόλεις της ίδιας της Ρόδου, Ιαλυσός, Λίνδος, Κάμειρος).
Η Λίνδος, κυρίως, υπήρξε κατά την Αρχαιότητα σημαντικό ναυτικό κι εμπορικό κέντρο. Στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα ιδρύθηκε και η πόλη Ρόδος, η σημερινή πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού και πρωτεύουσα του νομού Δωδεκανήσου. Αργότερα το νησί της Ρόδου απετέλεσε τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια η Ρόδος περιήλθε για 2 περίπου αιώνες στην κατοχή των Ιωαννιτών ιπποτών. Είναι η περίοδος της ιστορίας του νησιού που ονομάζεται Ιπποτοκρατία (1309-1522). Το νησί κατελήφθη από τους Οθωμανούς το 1522, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Β', κι ύστερα από 6μηνη αντίσταση. Παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων έως το 1912, οπότε περιήλθε στην κατοχή των Ιταλών. Κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο οι Ιταλοί εκδιώχθηκαν, οπότε τον έλεγχο του νησιού ανέλαβαν οι σύμμαχοι, μέχρι το 1948, οπότε τούτο ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μαζί με τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου.
Οι σχέσεις Ρόδου και Κύπρου ήσαν ιδιαίτερα πυκνές κατά την Αρχαιότητα, αλλά και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια.
Αρχαιότητα
Κατά την Αρχαιότητα, αλλά κι αργότερα, η Ρόδος ήταν βασικός ναυτικός σταθμός για όσους ταξίδευαν από την Κύπρο προς το Αιγαίο και την Ελλάδα, κι αντιστρόφως από την Ελλάδα προς την Κύπρο και την Ανατολή. Και τούτο επειδή με τα καράβια της εποχής, κύρια θαλάσσια οδός ήταν εκείνη που παρέπλεε τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας που, στα δυο άκρα τους, βρίσκονται η Ρόδος και η Κύπρος. Τα περισσότερα, κυρίως εμπορικά και μικρά πλεούμενα, ακολουθούσαν την παράκτια ναυτιλία, μη τολμώντας να ξανοικτούν στη θάλασσα. Έτσι, η Ρόδος (στην άκρη του Αιγαίου) και η Κύπρος διατηρούσαν σχεδόν συνεχή θαλάσσια επαφή.
Υπάρχουν ενδείξεις για εμπορικές επαφές Κύπρου και Ρόδου ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, δηλαδή 23-20 αιώνες προ Χριστού. Οι ενδείξεις αυτές γίνονται αποδείξεις κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού και κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Ιδιαίτερα κυπριακοί συνοικισμοί που ευημερούν στη βορειοδυτική Κύπρο γύρω στον 16ο π.Χ. αιώνα (πεδιάδα της Μόρφου) εμπορεύονται με το Αιγαίο και, βέβαια, πρώτα-πρώτα με τη Ρόδο. Οι εμπορικές αυτές επαφές πυκνώνουν αργότερα, ιδίως μετά την άφιξη των Αχαιών στην Κύπρο και τον σταδιακό εξελληνισμό της.
Οι εμπορικές επαφές, και κοντά σ' αυτές και οι πολιτιστικές και άλλες, μεταξύ Ρόδου και Κύπρου, συνεχίστηκαν βέβαια καθ’ όλη την Αρχαιότητα. Αγγεία από τη Ρόδο (όπως κι από άλλα ελληνικά μέρη) βρέθηκαν σε διάφορους τάφους της Αρχαϊκής περιόδου στην Κύπρο, κι αποδεικνύουν τις επαφές αυτές. Τέτοια αγγεία βρέθηκαν και σε κυπριακές πόλεις που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Φοινίκων, όπως λ.χ. το Κίτιον. Οι Φοίνικες, λαός ναυτικός κι εμπορικός, διακινούνταν συνεχώς μεταξύ Ρόδου και Κύπρου και, μέσω αυτών, προς πολλές άλλες περιοχές. Στην Αμαθούντα, επίσης, βρέθηκαν πάμπολλα αγγεία από τη Ρόδο, όπως κι από την Αττική και την Κόρινθο (προφανώς μέσω Ρόδου κυρίως). Παρόμοια ευρήματα ήρθαν στο φως και από έρευνα σε άλλα μέρη της Κύπρου. Γιατί βέβαια η κάθε μια από τις κυπριακές πόλεις-βασίλεια είχε τις δικές της επαφές, σχέσεις και εμπορικές δραστηριότητες.
Αλλά και στη Ρόδο βρέθηκαν κινητά ευρήματα που αποδεικνύουν τις επαφές της με την Κύπρο. Μεταξύ άλλων, σε επιγραφές που βρέθηκαν στη Ρόδο αναφέρονται ονόματα γλυπτών από τη Σαλαμίνα της Κύπρου, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Είτε Κύπριοι καλλιτέχνες εργάστηκαν εκεί, είτε έργα τους μεταφέρθηκαν εκεί από την Κύπρο. Συγκεκριμένα αναφέρονται δυο Κύπριοι γλύπτες σε επιγραφές που βρέθηκαν στη Ρόδο. Ο ένας είναι ο Σίμος Θεμιστοκράτους Σαλαμίνιος κατά τον 3ο/2ο π.Χ. αιώνα, που το όνομά του αναφέρεται και σε άλλη επιγραφή που βρέθηκε στη Θήρα (Σαντορίνη). Φαίνεται ότι ο γλύπτης αυτός είχε εργαστεί σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Ο δεύτερος είναι ο Ονασιφών Κλειωναίου Σαλαμίνιος που έζησε κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Αλλά και σε άλλες επιγραφές της Ρόδου απαντώνται ονόματα Κυπρίων που έζησαν εκεί κατά την Αρχαιότητα, μέχρι το τέλος μάλιστα της ζωής τους. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στη Ρόδο είχαν εγκατασταθεί Κύπριοι, ιδίως εμπορευόμενοι, όπως πολλοί είχαν εγκατασταθεί και στην Αττική και σε άλλα νησιά του Αιγαίου και σε άλλα ελληνικά μέρη. Σε επιτύμβια επιγραφή του 3ου π.Χ. αιώνα, για παράδειγμα, υπάρχει επιτύμβιο ενός Παφίου, του Αριστώνακτος, γιου κάποιου Μεννέα, που πέθανε στη Ρόδο.
Ότι η Ρόδος βρισκόταν επί κυρίας ναυτικής οδού που συνέδεε το Αιγαίο και γενικά την Ελλάδα με την Κύπρο, αποδεικνύεται και από αναφορές σε φιλολογικές πηγές. Όταν, για παράδειγμα, το 390 π.Χ. οι Αθηναίοι είχαν στείλει στρατιωτική βοήθεια στον βασιλιά Ευαγόρα στην Κύπρο (δέκα τριήρεις με αρχηγό τον Φιλοκράτη τον γιο του Εφιάλτη), η βοήθεια αυτή δεν έφτασε στην Κύπρο επειδή στη Ρόδο εξουδετερώθηκε από τον Σπαρτιάτη Τελευτίαν που έπλεε εκεί με 27 τριήρεις (Ξενοφών, Ελληνικά, 4.8.24). Είναι φανερό ότι ο Φιλοκράτης, ξεκινώντας από τον Πειραιά με προορισμό την Κύπρο, είχε ακολουθήσει το σύνηθες δρομολόγιο μέσω Ρόδου.
Αλλά υπάρχει και σαφέστερη αναφορά στον «Ροδιακόν» λόγο του Αιλίου Αριστείδη, που σαφώς αναφέρει ότι τα κυπριακά καράβια σύχναζαν στα πολλά λιμάνια της Ρόδου. Ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνέβαινε λογικά και το αντίθετο, κι ότι ροδίτικα καράβια σύχναζαν επίσης σε κυπριακά λιμάνια. Όπως επίσης Ρόδιοι έρχονταν, ή και κατοικούσαν, στην Κύπρο. Τούτο αποδεικνύεται κι από επιγραφές που βρέθηκαν στην Κύπρο. Για παράδειγμα, σε μια πολύ φθαρμένη επιγραφή που βρέθηκε στην Παλαίπαφο, μνημονεύεται αφιέρωμα στον εκεί ναό της Αφροδίτης ενός αγνώστου (το όνομα κατεστραμμένο) που φέρει όμως τον τίτλο του αρχιερέως της Ρόδου.
Αλλά οι αρχαίες φιλολογικές πηγές καταδεικνύουν κι άλλες σχέσεις Κύπρου και Ρόδου κατά την Αρχαιότητα. Αναφέρουμε ιδίως την πολύ ενδιαφέρουσα σχέση που μνημονεύεται στο βιβλίο της «Γενέσεως» της Παλαιάς Διαθήκης:
... καί υἱοί Ἰωύαν ۠۠ Ἐλισά καί Θάρσεις, Κίτιοι, Ῥόδιοι ۠ ἐκ τούτων ἀφωρίσθησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἕκαστος κατά γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν καί ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν...
Σε μετάφραση, το κείμενο αυτό έχει ως εξής:
... και οι γιοι του Ιωύαν ήταν οι Ελισά και οι Θάρσεις, οι Κίτιοι και οι Ρόδιοι. Από αυτούς χωρίστηκαν τα νησιά των ειδωλολατρών σε χώρες, κι ο καθένας σύμφωνα προς τη γλώσσα του, στις φυλές και στα έθνη τους...
Πώς ερμηνεύεται το κείμενο αυτό; Κατ’ αρχήν, οι Ρόδιοι αναφέρονται μαζί με τους Κιτίους, που δεν ήταν απλώς οι Κιτιείς, οι κάτοικοι της κυπριακής πόλης του Κιτίου, αλλά όλοι οι Κύπριοι, αφού Κίτιοι ονομάζονταν όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου σύμφωνα προς τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη. Πάλι ο Σύγκελλος, αντλώντας από τον Αφρικανό, γράφει ότι Θαρσίς ονομαζόταν τόσο η Κύπρος όσο και η Ρόδος. Άρα οι αναφερόμενοι στο κείμενο της «Γενέσεως» Θάρσεις, θα ήταν οι κάτοικοι της Κύπρου και της Ρόδου.
Ωστόσο το σημαντικό στο πιο πάνω κείμενο είναι ότι μνημονεύει κοινή καταγωγή των Κυπρίων και των Ροδίων, θεωρώντας τους όλους απογόνους του Ιωύαν. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας ερμηνεύει ως εξής το απόσπασμα της «Γενέσεως» που παραθέσαμε (Ὑπόμνημα εἰς Ἑξαήμερον): Ο Ιωύας είχε τρεις γιους, τον Ελισασά, τον Θαρσή και τον Χαθείμ. Από τον Ελισασά κατάγονταν οι Αλισαίοι (δηλαδή οι Αιολείς), από τον Θαρσή οι Θαρσείς (δηλαδή οι Κίλικες, κάτοικοι περιοχής της Μικράς Ασίας), κι από τον Χαθείμ προήλθαν οι κάτοικοι της νήσου Χεθειμά, δηλαδή της Κύπρου.
Όμως στο κείμενο της «Γενέσεως» αναφέρονται και οι Ρόδιοι μαζί με τους Κυπρίους (Κιτίους). Πώς ερμηνεύεται τούτο; Η εξήγηση βρίσκεται στο πρόσωπο του μυθικού Ιωύαν ή Ιωούα ή και Ιωυάν. Κατά την αρχαία ιουδαϊκή παράδοση, το πρόσωπο αυτό ήταν γιος του Ιάφεθ, κι εγγονός του Νώε, όπως αναφέρεται εξάλλου και στη Βίβλο (Γένεσις, 10.12). Το όνομά του προέρχεται από το σημιτικό Yâwân που υποδηλώνει τους Ίωνες και, κατ' επέκταση, όλους τους Έλληνες. Συνεπώς τόσο οι Κύπριοι όσο κι οι Ρόδιοι εθεωρούντο παιδιά (απόγονοι) των Ιώνων/Ελλήνων, άρα παιδιά του Ιωύαν.
Απ' εδώ ξεκινά, μάλλον, τη σκέψη του κι ο άγιος Επιφάνιος Κωνσταντίας (της Κύπρου) που λέγει, σχολιάζοντας τον χαρακτηρισμό «Κιτιείς»:
... Παντί δέ τῷ δῆλόν ἐστιν ὅτι Κίτιον ἡ Κυπρίων νῆσος καλεῖται ۠ Κίτιοι γάρ Κύπριοι καί Ῥόδιοι...
Σε μετάφραση:
... Στον καθένα είναι φανερό ότι Κίτιον ονομάζεται το νησί των Κυπρίων ۠ γιατί Κίτιοι είναι οι Κύπριοι και οι Ρόδιοι...
Ο άγιος Επιφάνιος, στο ίδιο έργο του (Κατά Αἱρέσεων) ομιλεί για τους Κυπρίους και τους Ροδίους ως ένα γένος, γράφοντας:
... Ἀλλά καί ἐν τῇ Μακεδονίᾳ τό γένος κατῲκηοε Κυπρίων τε καί Ῥοδίων...
Προσθέτοντας ότι γι' αυτό τον λόγο στους «Μακκαβαίους» αναφέρεται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ἐξῆλθεν σπέρμα ἐκ γῆς Κιτιαίων...
Ο Στράβων, πάλι, μιλώντας για τους Τελχίνες, γράφει ότι η Ρόδος ονομαζόταν και Τελχινίς, κι ότι πιο πριν ονομαζόταν Οφιούσα, χαρακτηρισμός που είχε δοθεί και στην Κύπρο. Οι Τελχίνες τους οποίους αναφέρει ήταν τεχνίτες των μετάλλων (χαλκού και σιδήρου) και γράφει ότι είχαν έρθει στην Κύπρο από την Κρήτη, κι ότι αργότερα από την Κύπρο μετοίκησαν στη Ρόδο. Το ίδιο λέγει για τους Κρητικούς αυτούς τεχνίτες κι ο Νικόλαος Δαμασκηνός στο έργο του Παραδόξων Ἐθνῶν συναγωγή.
Η αρχαία αυτή παράδοση για τους Τελχίνες σχετίζεται, προφανώς, με μετοικεσίες πληθυσμών μεταξύ Κρήτης-Κύπρου-Ρόδου κατά τα Προϊστορικά χρόνια.
Μεσαιωνικά χρόνια
Οι σχέσεις Κύπρου και Ρόδου ήταν πυκνές και ποικίλες και κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Ιδίως αναφέρουμε τις στενές σχέσεις καθ' όλη την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στη Ρόδο (1309-1522), οπότε το νησί αυτό κατεχόταν από το τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών. Η περίοδος αυτή της ιστορίας της Ρόδου συμπίπτει με ενάμισι και πλέον αιώνα της περιόδου της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, καθώς και με το πρώτο μισό της περιόδου της Βενετοκρατίας.
Οι Ιωαννίτες ιππότες, το αρχαιότερο θρησκευτικό και στρατιωτικό τάγμα, μετέφεραν την έδρα τους από τους Αγίους Τόπους στην Κύπρο το 1291 (μετά την πτώση της Άκρας και την απώλεια της φραγκικής Συρίας) κι εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λεμεσό. Στην Κύπρο απέκτησαν τεράστια περιουσία. Όμως το 1310 ο τότε μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών Foulques de Villaret μετέφερε την έδρα του τάγματος στη Ρόδο. Μάλιστα, με ορμητήριο τη Ρόδο, επιχείρησαν επανειλημμένα να καταλάβουν και την Πελοπόννησο.
Το 1522 η Ρόδος πολιορκήθηκε από του Οθωμανούς. Υπό την πίεση του λαού, ο Μέγας Μάγιστρος ζήτησε ανακωχή από τον Σουλτάνο στις 20 Δεκεμβρίου 1522. Δύο μέρες αργότερα, ο Σουλεϊμάν δέχθηκε και ανακοίνωσε τους όρους του, οι οποίοι ήταν αρκούντως γενναιόδωροι και εξέπληξαν τους αμυνόμενους. Ο Σουλεϊμάν απαίτησε από τους Ιππότες να εγκαταλείψουν τη Ρόδο εντός 12 ημερών με την περιουσία και τον οπλισμό τους. Στους ντόπιους, Έλληνες και Λατίνους, έδωσε φορολογική απαλλαγή για πέντε χρόνια και παρείχε τη διαβεβαίωση ότι δεν θα μετέτρεπε τους χριστιανικούς ναούς σε τζαμιά. Αν ήθελαν να εγκαταλείψουν το νησί όφειλαν να το πράξουν εντός τριών ετών.
Την 1η Ιανουαρίου 1523 οι Ιππότες και αρκετοί Έλληνες εγκατέλειψαν τη Ρόδο με προορισμό τη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Στη συνέχεια, οι Ιππότες διεκπεραιώθηκαν στη Σικελία και κατέληξαν στη Μάλτα, όπου θα μετονομαστούν σε Ιππότες της Μάλτας και θα τεθούν εκ νέου αντιμέτωποι των Οθωμανών το 1565.
Στην Κύπρο
Αν και η έδρα του τάγματος των Ιωαννιτών μετεφέρθη από την Κύπρο στη Ρόδο, ωστόσο αυτοί διατήρησαν την τεράστια κτηματική κι άλλη περιουσία τους στην Κύπρο (που περιελάμβανε και 49 τόσα χωριά), χωρισμένη σε τρεις Κομμανταρίες με κυριότερη τη Μεγάλη Κομμανταρία με έδρα το Κολόσσι.
Τα τεράστια συμφέροντα των Ιωαννιτών στην Κύπρο σήμαιναν και συνεχή επαφή μεταξύ Ρόδου και Κύπρου. Έτσι, η Ρόδος αναφέρεται συχνά στα μεσαιωνικά χρονικά άλλοτε να δέχεται και να φιλοξενεί υψηλούς επισκέπτες από την Κύπρο, άλλοτε να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στους βασιλιάδες της Κύπρου ή και να συμμετέχει σε στρατιωτικές τους επιχειρήσεις, κι άλλοτε να επεμβαίνει σε εσωτερικές κρίσεις κι άλλα ζητήματα του κυπριακού μεσαιωνικού βασιλείου, συνήθως διαδραματίζοντας ρόλο κατευναστικό και ειρηνοποιό, προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα που είχε στην Κύπρο.
Η κατάσταση αυτή διαφοροποιήθηκε εντελώς μετά την τουρκική κατάκτηση της Ρόδου, το 1522. Μισό περίπου αιώνα αργότερα, το 1570-71, οι Τούρκοι κατέκτησαν και την Κύπρο, οπότε και τα δυο νησιά υπήχθησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μάλιστα υπό κοινή διοίκηση για κάποιο διάστημα.
Σήμερα οι σχέσεις Κύπρου και Ρόδου είναι κυρίως τουριστικές. Πολλοί Κύπριοι επισκέπτονται τη Ρόδο κατά τα καλοκαίρια για διακοπές. Εξάλλου στη Ρόδο βρίσκονται εγκατεστημένοι Κύπριοι, που αποτελούν μικρή κι οργανωμένη παροικία.
Αξίζει, τέλος, ν' αναφερθεί ότι οι συγγενικοί δεσμοί τους οποίους αισθάνονται μεταξύ τους και οι Κύπριοι και οι Ρόδιοι, περιλαμβάνουν και μεγάλη συγγένεια ως προς τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα των δυο νησιών.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια