Μεγάλος Ιταλός ποιητής του 15ου αιώνα. Από μερικούς θεωρείται ο μεγαλύτερος του αιώνα του. Λεγόταν Angelo Ambrogini, πήρε όμως το όνομα Poliziano από την πατρίδα του Montepulciano (Mons Politianus). Έζησε από το 1454 ως το 1494. Εκτός από μεγάλος ποιητής υπήρξε και μεγάλος φιλόλογος. Μικρός εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, και στα δεκαέξι χρόνια του κατείχε άριστα τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Έτσι άρχισε τη μετάφραση της Ἰλιάδος του Ομήρου σε εξάμετρους λατινικούς στίχους. Εκτιμώντας την προσπάθειά του ο Λαυρέντιος των Μεδίκων τον υποστήριξε οικονομικά και του ανέθεσε τη μόρφωση του γιου του. Το 1480 κατέλαβε την έδρα της ελληνικής και λατινικής ρητορικής στη Φλωρεντία και την κράτησε ως τον θάνατό του.
Φιλόλογος με εξαιρετική γνώση του αρχαίου κόσμου, έγραψε λατινικά ποιήματα καθώς και επιγράμματα στην αρχαία ελληνική και λατινική, ωδές και ελεγείες. Τα έργα όμως που ανέδειξαν τον Poliziano την υψηλότερη ποιητική φωνή του αιώνα του είναι όσα έγραψε στην ιταλική της εποχής του: τις Stanze per la giostra γραμμένες προς τιμήν του Τζουλιάνο των Μεδίκων, και τη Favola di Orfeo. Οι Stanze, ποίημα γραμμένο σε οττάβες και αφημένο ημιτελές, είναι γεμάτες κομψότητα και χάρη και γοητεύουν με τις λαμπρές περιγραφές και τη μουσικότητα του στίχου. Το ποίημα το διαπερνά ένα πνεύμα αναγεννησιακό. Είναι ένα ποίημα της φύσης, ήρεμης μέσα στα χρώματα και τις γραμμές της, καθώς και της νιότης η οποία αντικρίζεται σαν μια στιγμή φευγαλέα που πρέπει να τη χαίρεται κανείς χωρίς σκέψεις και ενδοιασμούς.
Το θέμα του ποιήματος, ερωτικό, παγανιστικό, σχετίζεται με την Αφροδίτη. Και μ’ αυτό ο ποιητής μεταφέρεται στην Κύπρο, την πατρίδα της θεάς του Έρωτα: Ο Ίουλος, ένας ωραιότατος νέος, αφιερωμένος στο κυνήγι, περιφρονεί τον έρωτα και εκείνους που αφήνονται να πληγωθούν από το πάθος. Ο Πόθος όμως, παρασύροντάς τον κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής του εξόρμησης, βάζει στον δρόμο του μιαν ωραιότατη νύμφη που εκείνος ερωτεύεται. Στη συνέχεια ο Πόθος φθάνει στην Κύπρο για να φέρει το νέο της καινούργιας του νίκης στη μητέρα του Αφροδίτη. Η επίσκεψη του Πόθου στην Κύπρο δίνει στον ποιητή την ευκαιρία να κάνει μιαν εκτενή περιγραφή του νησιού, το οποίο παρουσιάζεται σαν τόπος παραδεισένιος: καθώς πλησιάζει ο Πόθος, διακρίνει ένα ψηλό τερπνό βουνό, τον κυπριακό Όλυμπο, απ’ όπου βλέπει κανείς τα «εφτά κέρατα» (το Δέλτα) του μεγάλου Νείλου και το πρώτο ρόδισμα του ορίζοντα. Εκεί ψηλά ανθρώπου πόδι δεν μπορεί να πάει. Οι πλαγιές είναι κατάφυτες και κάτω απλώνεται ένα χαρούμενο λιβάδι όπου λαχταριστές αύρες κάνουν να τρέμει γλυκά το χορτάρι. Σε σκιερές κοιλάδες, μέσα σε τρυφερά φυλλώματα, τραγουδούν τη γλυκιά αγάπη τους τα πουλιά. Ευχάριστα ακούγεται ο φλοίσβος του νερού που δροσερά και κρυστάλλινα ρυάκια χύνουν στον τόπο όπου ο Έρωτας ετοιμάζει τα βέλη του στο χρυσό του τόξο. Ουδέποτε εκεί πάγος ή χιόνι λευκαίνουν τα δέντρα του αιώνιου κήπου˙ εκεί δεν τολμά να μπει ο παγωμένος χειμώνας˙ εκεί ο άνεμος δεν βασανίζει το χορτάρι ή τα δέντρα. Ο χρόνος δεν γυρνά στις τέσσερις εποχές του, μα γελαστή, αιώνια άνοιξη κυριαρχεί πάντα. Και στην γλυκιά αύρα αμέτρητα λουλούδια ξεφυτρώνουν.
Στη συνέχεια ο ποιητής αναφέρει πρόσωπα και γεγονότα που συνδέονται με την κυπριακή μυθολογία και επανέρχεται στην περιγραφή του κυπριακού τοπίου. Η αναφορά στην Κύπρο απλώνεται σε δεκάδες οττάβες και ξεπερνά τους 250 στίχους. Με όσα γράφονται για την Κύπρο στο ποίημα αυτό του Poliziano βεβαιώνεται το ενδιαφέρον του κόσμου της Αναγέννησης για το νησί, το οποίο αποτελούσε τότε προέκταση της Δυτικής Ευρώπης στον χώρο της Ανατολής.