Άγιος Γεώργιος αρχαιολογικός χώρος

Image

Από τα μέχρι σήμερα γενικά αρχαιολογικά και ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται καθαρά ότι τόσο το στενό περιβάλλον, όσο και η ευρύτερη περιοχή του οικισμού του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, περιλαμβάνονται ανάμεσα στους αξιόλογους αρχαιολογικούς χώρους του δυτικού τμήματος του νησιού. Αρκετοί μονοθάλαμοι λαξευτοί τάφοι, συλημένοι από τα παλιά χρόνια, πολυάριθμα επιφανειακά κεραμεικά όστρακα ανάμειχτα με εκατοντάδες πελεκητούς ασβεστόλιθους, διασκορπισμένους σε μια έκταση μεγαλύτερη από δώδεκα τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκλεκτά δείγματα διαφόρων αρχιτεκτονικών μελών και τα κατάλοιπα τριών πρωτοχριστιανικών βασιλικών, αποτελούν τις αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ύπαρξη μεγάλου συνοικισμού στην παραλιακή αυτή περιοχή της δυτικής Κύπρου, που χρονολογείται από τις αρχές των Ελληνιστικών Χρόνων μέχρι τα μέσα του έβδομου αιώνα μ.Χ.

 

Εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η νησίδα του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, η γνωστή και ως «Γερόνησος», που απέχει γύρω στα εκατό μέτρα από την απότομη και βραχώδη ακτή. Παρόλο που τα επιφανειακά αρχαιολογικά κατάλοιπα στη νησίδα είχαν επισημανθεί πριν από πολλά χρόνια, οι συστηματικές ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων έγιναν στο τέλος του 1982. Οι ανασκαφικές αυτές έρευνες, που κράτησαν έξι μόνο βδομάδες, από τις 11 του Οκτωβρίου μέχρι τις 19 Νοεμβρίου και που είχαν αποκλειστικά δοκιμαστικό χαρακτήρα, είχαν ως αποτέλεσμα την ανεύρεση πολλών ακίνητων και κινητών αρχαιοτήτων, που χύνουν αρκετό φως σε μερικές πτυχές της προϊστορίας και ιστορίας της νησίδας και της απέναντι ακτής.

 

Στα βαθύτερα στρώματα των δυο μεγάλων δοκιμαστικών τάφρων, που ανοίχτηκαν στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της νησίδας, βρέθηκαν πολυάριθμα χαλκολιθικά κεραμεικά όστρακα και αρκετά προϊστορικά λίθινα εργαλεία, που φανερώνουν ότι η νησίδα του Αγίου Γεωργίου κατοικήθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 3000 π.Χ., όταν δηλαδή πρωτοκατοικήθηκαν οι «Λάκκοι» στη Λέμπα, τα «Μοσφύλια» στην Κισσόνεργα και οι άλλοι χαλκολιθικοί συνοικισμοί στα δυτικά παράλια της Κύπρου, που αρχίζουν από τη Χλώρακα και συνεχίζονται μέχρι το ακρωτήριο του Ακάμα. Από τα μέσα της Χαλκολιθικής Περιόδου, μέχρι τα μέσα των Ελληνιστικών Χρόνων, φαίνεται ότι η νησίδα εγκαταλείφθηκε και ξανακατοικήθηκε, ή χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μ. Χ. Το γεγονός αυτό καθρεφτίζεται στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα έξι συνολικά ορθογώνιων και τετράγωνων δωματίων από κροκάλες και πελεκητούς ασβεστόλιθους, σε μια φιαλόσχημη υδατοδεξαμενή και σ' άλλα λείψανα υδρευτικών έργων, σε μέρος του χτιστού αμυντικού τείχους, που κύκλωνε ολόκληρη τη νησίδα και σε ίχνη ενός από τους τετράπλευρους πύργους του τείχους. Όλα τα αποκαλυφθέντα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα υδρευτικά έργα χρονολογούνται από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. Παράλληλα με τα διάφορα οικήματα, χτίστηκε και το αμυντικό τείχος της νησίδας, αλλ' αυτό καταστράφηκε και αχρηστεύτηκε στις αρχές των Ρωμαϊκών Χρόνων. Τη συνεχή κατοίκηση της νησίδας κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών Χρόνων φανερώνουν και τα διάφορα κινητά ευρήματα, που περιλαμβάνουν χάλκινα νομίσματα της εποχής της Κλεοπάτρας Ζ’ (50- 32 π.Χ.), πληθώρα κεραμεικών οστράκων, κομμάτια από ασβεστολιθικά γείσα και αρκετά άλλα αρχιτεκτονικά μέλη.

Φώτο Γκάλερι

Image