Επίσκοπος Πάφου από το 1767 μέχρι τον θάνατό του το 1790. Λίγα μόνο χρόνια μετά τον θάνατό του, και συγκεκριμένα το 1794 επί οικουμενικού πατριάρχη Γερασίμου Γ' του Κυπρίου, ο Πανάρετος ανακηρύχθηκε άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου.
Ο άγιος Πανάρετος καταγόταν από το χωριό Περιστερωνοπηγή της Μεσαορίας, όπου κι είχε γεννηθεί στις αρχές του 18ου αιώνα (περί το 1710). Ακολούθησε την εκκλησιαστική σταδιοδρομία κι εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Αναστασίου, στην περιοχή της γενέτειράς του. Τον ναό του μοναστηριού αυτού ανοικοδόμησε αργότερα. Πήρε κάποια μόρφωση σε ελληνικό σχολείο της Λευκωσίας και εισήλθε στην υπηρεσία της Αρχιεπισκοπής όπου υπηρέτησε ως έξαρχος. Διετέλεσε επίσης για σύντομο διάστημα ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο (1746) και, για αρκετά χρόνια, ηγούμενος του μοναστηριού της Παναγίας Παλλουριώτισσας κοντά στη Λευκωσία. Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του στην Παλλουριώτισσα αναμείχθηκε στα γεγονότα της λαϊκής εξέγερσης του Χαλήλ* (1764-66) προς την οποία αντιτάχθηκε όπως κι ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Παΐσιος* και οι λοιποί εκκλησιαστικοί ηγέτες.
Το 1767 ο Πανάρετος εξελέγη επίσκοπος Πάφου, διαδεχόμενος τον επίσκοπο Χρύσανθον* που είχε εκλεγεί αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Ο Πανάρετος χειροτονήθηκε επίσκοπος στην εκκλησία της Φανερωμένης στη Λευκωσία, στις 14 Ιανουαρίου.
Ως επίσκοπος, ο Πανάρετος έζησε βίον υποδειγματικά ενάρετο και ασκητικό. Αναφέρεται ότι ήταν πάντοτε πράος και ταπεινός, ότι έτρωγε μια μόνο φορά την ημέρα — μετά τον εσπερινό — και κατά το μεγαλύτερο μέρος της κάθε νύχτας προσευχόταν όρθιος. Χωρίς να το γνωρίζει κανένας, κάτω από τα ενδύματά του είχε κατάσαρκα περιτυλιγμένο το σώμα του με σιδερένια αλυσίδα βάρους 250 δραμιών. Μετά τον θάνατό του η αλυσίδα αυτή, όπως και άλλη μικρή που φορούσε στον λαιμό, δωρήθηκαν στο μοναστήρι του Σταυροβουνιού όπου και φυλάγονται. Εχαρακτηρίσθη δε ως ἐπισημότατος εἰς τάς ἀρετάς, πανάρετος, ζωντανή ἀρετή. Αναφέρονται ακόμη διάφορα θαύματα που είχε κάμει και ενόσω ζούσε και μετά θάνατον.
Στην επισκοπική του περιφέρεια έκτισε ναούς, όπως στη Νικόκλεια, ανακαίνισε δε το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας και πολλές άλλες εκκλησίες σε χωριά. Ενδιαφέρθηκε επίσης για πνευματικά ζητήματα, συνέδραμε τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό στην έκδοση της Χρονολογικής Ιστορίας του (Βενετία, 1788), ενώ με δική του δαπάνη εξεδόθη και το έργο Περί Γενέσεως καί φθορᾶς κατ' Ἀριστοφάνην του Θ. Κορυδαλλέως.
Ο Πάφου Πανάρετος είναι επίσης γνωστός για την ανάμειξή του, μαζί με τους άλλους σύγχρονούς του ιεράρχες της Κύπρου, στον αγώνα της Εκκλησίας της Κύπρου προς απαλλαγή του τόπου από την τυραννία του μουχασίλη Χατζημπακκή*, προς τούτο δε ταξίδευσε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο* και τους επισκόπους Κιτίου Μελέτιον* και Κυρηνείας Σωφρόνιον*, το 1783 (βλέπε και λήμματα Γαβριήλ Δ', Κορνέσιος Χατζηγεωργάκης και Ιωαννίκιος ηγούμενος). Μάλιστα ο Χατζημπακκής, όταν πληροφορήθηκε την κρυφή αναχώρηση των Κυπρίων ιεραρχών στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να τους διαβάλει στην Υψηλή Πύλη και να επιτύχει την έκδοση διατάγματος εξορίας τους στο Άγιον Όρος۬ ταυτόχρονα «εξέλεξε» ο ίδιος άλλους στις θέσεις τους (στον θρόνο Πάφου τον τότε ηγούμενο Παλλουριώτισσας Ιωακείμ*). Τελικά όμως οι Κύπριοι ιεράρχες, αφού παρέμειναν για καιρό κρυπτόμενοι, κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνση του τυράννου Χατζημπακκή και να επιστρέψουν στις έδρες τους.
Ο Πανάρετος, προβλέποντας τον θάνατό του, αναφέρεται ότι ετοίμασε ο ίδιος τα εντάφια κι έσκαψε τον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Εξομολογήθηκε στον επίσκοπο Καρπάθου Παρθένιον, ο οποίος μάλιστα τέλεσε και την κηδεία του (ο Παρθένιος έτυχε να βρίσκεται στην Πάφο όπου το καράβι με το οποίο ταξίδευε είχε καταφύγει λόγω τρικυμίας).
Σύμφωνα προς το χειρόγραφο Χρονικόν του οικονόμου Παλλουριωτίσσης Ιωακείμ, το 1790, Ἰουνίου στ' Τρίτην βράδην ὥρα τρίτη ἐκοιμήθην ὁ ἁγιώτατος γέροντάς μου Ἅγιος Πάφου Κύριος Πανάρετος στήν αὐτοῦ μητρόπολιν καί τόν ἐνταφίασαν εἰς τόν Ἅγιον Θεόδωρον στό Κτῆμαν.
Διάδοχός του εξελέγη ο επίσκοπος Σωφρόνιος Β'.