Με το όνομα αυτό στην Αρχαιότητα ήταν γνωστό, κατά τον Ησύχιο, ένα είδος πάλης η οποία από μερικούς ονομαζόταν και πάμμαχος. Φαίνεται ότι στην πάλη αυτή επιτρεπόταν το κάθε τι, όπως δηλώνεται από το «πάμμαχος» αλλά και από τους χαρακτηρισμούς που της δίνει ο Ησύχιος: «ἄγροικος καί ἀπάλαιστρος», δηλαδή χοντρή, χωριάτικη και χωρίς παλαιστική δεξιοτεχνία.
Το είδος αυτό της πάλης, που σύμφωνα προς τον χαρακτηρισμό κυπρία αποτελούσε αγώνισμα στην αρχαία Κύπρο, φαίνεται ότι ήταν εκείνο της ελεύθερης πάλης (free style ή ακόμη και catch).
Πάντως, ότι στην αρχαία Κύπρο ασκείτο το αγώνισμα της πάλης, αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι σε ανασκαφές αποκαλύφθηκαν παλαίστρες, τόσο στη Σαλαμίνα όσο και στο Κούριον. Ο Ησύχιος, μιλώντας, για την κυπρία πάλη, κάνει και το σχόλιο ότι οι Κύπριοι «πάλευαν άτεχνα» (ἀτέχνως παλαίειν).
Ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα
Η πάλη είναι από τα αρχαιότερα ατομικά αθλήματα. Η προέλευσή της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα, η οποία γράφτηκε τον 8ο π.χ. αιώνα, τους αγώνες πάλης προς τιμήν του Πάτροκλου κατά την πολιορκία της Τροίας και την αναμέτρηση του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα με τον Αίαντα, γιο του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα. Εκτός από την αρχαία Ελλάδα, η πάλη λατρεύονταν στην Αίγυπτο, την Μεσοποταμία και την Ινδία. Απόδειξη ότι η πάλη είναι το αρχαιότερο άθλημα, αποτελεί το γεγονός ότι το πρώτο γυμναστικό ίδρυμα ονομάστηκε “Παλαίστρα”.
Σύμφωνα με τον μύθο, η πάλη στην αρχαία Ελλάδα ήταν εύρημα του θεού Ερμή. Ο Φιλόστρατος λέει ότι την πάλη εφεύρε η κόρη του Ερμή, η Παλαίστρα, η οποία πέρασε τα χρόνια της ήβης της στα δάση της Αρκαδίας. Ο ίδιος για να τονίσει τη χρησιμότητα της πάλης στον πόλεμο, αναφέρει το πολεμικό κατόρθωμα των Αθηναίων το 490 π.χ. στο Μαραθώνα εναντίον των Περσών, ως επικράτηση σχεδόν σε αγώνα πάλης “ως αγχού πάλης” και πως στις Θερμοπύλες το 480 π.χ. οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα σαν έσπασαν τα δόρατα και τα σπαθιά τους, έπεσαν επάνω στους εχθρούς τους με γυμνά χέρια. Ο Πλούταρχος αποδίδει τη νίκη των Θηβαίων και των Βοιωτών το 371 π.χ. στα Λεύκτρα κατά των Σπαρτιατών, στην υπεροχή τους στην πάλη σώμα με σώμα.
Ως εφευρέτες της πάλης αναφέρονται επίσης, ο Πηλέας που πάλεψε με την Αταλάντη προς τιμή του Πελία και ο Ηρακλής που νίκησε τον Αχελώο γιο του Ήλιου και της Γης.
Στην Αρχαία Ελλάδα η πάλη αποτελούσε το κυριότερο μέσο αγωγής των νέων. Είχε δε τον χαρακτήρα επίδειξης, ετοιμότητας πνεύματος, τέχνης και δύναμης και ήταν απαλλαγμένη από κάθε αίσθημα οργής και κτηνώδους ερεθισμού. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει την πάλη ως “τεχνικότατον και πανουργότατον των αθλημάτων”.
Είδη πάλης
Η αρχαία ελληνική πάλη απαιτούσε συνδυασμό τέχνης, ευκινησίας και δύναμης. Αποτελούσε μέρος του πεντάθλου, αλλά στους πανελλήνιους αγώνες συμπεριλαμβάνονταν και ως ανεξάρτητο άθλημα. Τα είδη της πάλης ήταν δύο. Η ορθία πάλη ή ορθοπάλη, ή σταδαία πάλη, ή ορθοστάδην πάλη, ή τριαγμός και η κάτω πάλη, ή αλίνδησις, ή κύλησις, ή κυλίνδησις εν τη κόνει. Στην ορθία πάλη αρκούσε ο παλαιστής να ρίξει τον αντίπαλό του κάτω τρεις φορές για να ανακηρυχθεί νικητής. Στην κάτω πάλη δεν αρκούσε η πτώση. Ο αγώνας συνεχίζονταν ώσπου ο ένας εκ των δύο αθλητών να παραδεχθεί την ήττα του. Ο παλαιστής ύψωνε το χέρι του με τον μέσο δείκτη τεντωμένο για να τον δει ο κριτής. Στην παλαίστρα υπήρχαν διαφορετικοί χώροι για τα δύο είδη πάλης. Η ορθία γίνονταν στην άμμο, πάνω στο σκάμα. Η αλίνδησις γίνονταν συνήθως σε βρεγμένο χώμα. Με την ορθία πάλη γυμνάζονταν το πάνω μέρος του σώματος (κεφαλή, τράχηλος, ώμοι, χέρια, θώρακας) ενώ με την αλίνδησιν το κάτω μέρος του σώματος, οσφύς, μηροί, γόνατα).
Η ορθοπάλη είναι το πρώτο βαρύ αγώνισμα που εισέρχεται στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Στη συνέχεια καθιερώθηκε στους πανελλήνιους αγώνες, τα Πύθια, τα Νέμεα και τα Ισθμια. Ηταν από τα πιο αγαπημένα αγωνίσματα των Ελλήνων. Είχε γρήγορες και θεαματικές φάσεις. Ο αγώνας δεν διαρκούσε πολύ και η νίκη δεν εξαρτιόνταν από μία τυχαία πτώση. Εάν ένας παλαιστής θεωρούνταν ασυναγώνιστος, οι υπόλοιποι είχαν δικαίωμα να αποσυρθούν πριν τον αγώνα χωρίς κυρώσεις. Στην περίπτωση αυτή ο παλαιστής ανακηρύσσονταν νικητής “ακόνιτι”, δηλαδή χωρίς να σκονιστεί από την άμμο του σκάμματος.
Βλέπε λήμμα: Ολυμπιακοί αγώνες
Η κάτω πάλη εθεωρείτο εξαιρετικά ωφέλιμη ως άσκηση και γι αυτό διδάσκονταν σε όλα τα γυμναστήρια. Παρόλα αυτά ποτέ δεν συμπεριλήφθηκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα, αλλά ούτε στους πανελλήνιους αγώνες. Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στη μεγάλη διάρκεια των αναμετρήσεων, με αποτέλεσμα να γίνεται κουραστική στην παρακολούθηση. Νικητής αναδεικνύονταν εκείνος που κατόρθωνε να ακουμπήσει την πλάτη του αντιπάλου του στην άμμο.
Η πάλη στους Ολυμπιακούς Αγώνες
Η πάλη των ανδρών συμπεριελήφθει για πρώτη φορά στο Ολυμπιακό πρόγραμμα το 708 π.χ. κατά τη διάρκεια της 18ης Ολυμπιάδας. Πρώτος ολυμπιονίκης ανακηρύχθηκε ο Ευρύβατος ο Λακεδαιμόνιος. Η πάλη των παίδων μπήκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα το 632 π.χ. κατά την 37η Ολυμπιάδα με πρώτο νικητή τον Ιπποσθένη τον Λεκεδαιμόνιο.
Δεκάδες παλαιστές έγιναν ξακουστοί για τις νίκες τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κορυφαίος όλων ο Μίλων ο Κροτωνιάτης. Κατάγονταν από τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας, όπως λέγονταν η Νότια Ιταλία και η Σικελία και έζησε τον 6ο π.χ. αιώνα. Ανακηρύχθηκε έξι φορές νικητής στην Ολυμπία, επτά φορές στα Πύθια, εννιά στα Νέμεα και 10 φορές στα Ισθμια. Στην 60η Ολυμπιάδα, το 540 π.χ. , ο Κροτωνιάτης αναδείχθηκε νικητής στην πάλη των παίδων. Την επόμενη Ολυμπιάδα το 536 π.χ. ήταν έφηβος και δεν αγωνίσθηκε. Από το 532 έως το 516 π.χ. κατέκτησε πέντε φορές τον κότινο της νίκης. Αγωνίστηκε και στην 67η Ολυμπιάδα το 512 π.χ., αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει τον συμπατριώτη του Τιμασίθεο, ή όπως συμπεραίνει ο Παυσανίας δεν ήθελε να τον νικήσει. Και αυτό γιατί ο Τιμασίθεος ήταν συμπατριώτης του, ίσως και μαθητής του. Έξι φορές αναδείχθηκε Ολυμπιονίκης (μία στην πάλη παίδων) ο Ιπποσθένης ο Λακεδαιμόνιος, πέντε ο Ετοιμοκλής ο Λακεδαιμόνιος, τέσσερις ο Χαίρων ο Πελληνεύς, από δύο φορές ο Λεοντίσκος Μεσσήνιος Σικελιώτης, ο Θεόπομπος Β’ Ηραιεύς, ο Χείλων Πατρεύς και ο Στράτων Αλεξαντρεύς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια