Κύπριος αρχιµανδρίτης. Γεννήθηκε γύρω στα 1830 στην Λευκωσία. Μετά την αποφοίτησή του από την Ελληνική Σχολή της πρωτεύουσας, ο Μακάριος χειροτονήθηκε διάκονος και εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία της Κύπρου, όπως στην Μόρφου, στο Πέλλα Πάις και αλλού. Στη συνέχεια µετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου υπηρέτησε ως δευτερεύων των διακόνων του Οικουµενικού Πατριαρχείου.
Το 1892 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου τον εξέλεξε ηγούµενο της Σταυροπηγιακής µονής της Πετριτσονίτισσας της Ανατολικής Ρωµυλίας σε µια προσπάθεια να την διασώσει από τη βουλγαρική Εξαρχία. Πολλοί όµως από τους µοναχούς και τους λαϊκούς που υπηρετούσαν στη µονή δεν αποδέχθηκαν την εκλογή του, αφού µέχρι τότε εξέλεγαν οι ίδιοι τον ηγούµενό τους. Ταυτόχρονα η βουλγαρική Εξαρχία, που είχε ιδρυθεί το 1870 και επεδίωκε την αποµάκρυνση των Ελλήνων κατοίκων από την Ανατολική Ρωµυλία, κήρυξε αµείλικτο πόλεµο εναντίον του.
Ο Μακάριος αφίχθη στη µονή τον Ιούνιο του 1892 και τη βρήκε σε πολύ άσχηµη οικονοµική κατάσταση. Παρά τις προσπάθειές του, δεν κατόρθωσε να εδραιώσει τη θέση του Οικουµενικού Πατριαρχείου και γρήγορα ο έλεγχος της διοίκησης έφυγε από τα χέρια του. Σ' αυτό συνέτειναν και αρκετές ενέργειές του που προκάλεσαν τη δυσφορία των µοναχών.
Τελικά τον Aπρίλιo του 1894 η αδελφότητα εξέλεξε νέο ηγούµενο που υπήγαγε τη µονή στην πνευµατική δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Μακάριος εγκατέλειψε την Ανατολική Ρωµυλία και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε γύρω στα 1920.