Αβησσύνιοι ή Νουβοί ή Αιθίοπες ή Ινδιάνοι στην Κύπρο

Image

Ομάδα αφρικανών, οι οποίοι από τους χρονογράφους της εποχής κατονομάζονται και ως  αιρετικοί που ζούσαν στην Κύπρο, αλλά μόνο στη Λευκωσία, κατά τη Φραγκοκρατία. Βασική πηγή γι' αυτούς είναι ο Estienne de Lusignan. Στο φο 31α αναφέρονται ως «Nubiens, ou Indiens» ανάμεσα σ' άλλα «έθνη» («nations») που κατοικούσαν κυρίως στη Λευκωσία κι είχαν εκεί καθεδρικό ναό.

Στα φα 74α-75β ο Lusignan γράφει: «Οι Ινδιάνοι ή Αιθίοπες, που βρίσκονται κάτω από τη δικαιοδοσία του ιερέα Ιωάννη (Prestre Jehan), έπαιρναν το βάπτισ΅α στο μέτωπο ΅' ένα ζεστό σίδερο, για να πουν ότι το Ευαγγέλιο του αγίου Ματθαίου που πήραν από αυτόν (τον ίδιο) φέρει αυτά τα λόγια: «Θα τους βαπτίσετε σε φωτιά και σε πνεύμα» {Ματθ. 3, 11}. Ο τελευταίος από τους επισκόπους τους είχε ανατραφεί από παιδί στην Αυλή της Ρώ΅ης, στην οποία και από την οποία καθιερώθηκε επίσκοπος και αφού ήλθε πίσω στην Κύπρο, υποχρεωτικά οδήγησε το λαό του στη χριστιανική {καθολική} πίστη. Μετά το θάνατό του, ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος διέταξε να ενταφιαστεί τι΅ητικά στην εκκλησία τους. Εν τούτοις λέγεται ότι κατά το επό΅ενο μεσονύκτιο ο αδελφός του, που ήταν αρχιερέας αυτής της εκκλησίας, ανέσυρε το σώμα του από τον τάφο και το ΅αστίγωσε ΅ε ράβδους, βεβαιώνοντας τους παρόντες, ότι η ψυχή του ήταν καταδικασ΅ένη διότι ανήκε στη λατινική θρησκεία, προσπαθώντας ΅ε αυτό τον τρόπο να καταστρέψει το λαό του. Μόλις αυτό ΅αθεύτηκε από τον ενδοξότατο αρχιεπίσκοπο Φίλιππο Μοτσενίγο, ευγενή Βενετό, δεν αφήκε τον αρχιερέα χωρίς τιμωρία, τέτοια που άξιζε το σφάλμα του ... ». Δεν είναι σαφές πως οι

lω. Χάκκεττ και Χαρίλ. Ι. Παπαϊωάννου ερμηνεύουν το χωρίο αυτό ώστε να σημαίνει ότι οι Αβησσύνιοι «υπεβάλλοντο εις περιτομήν» και προφανώς από το φο 31α συνάγουν ότι κατοικούσαν «μόνον εν Λευκωσία». Ούτε ο Prestre Jehan στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγονταν οι Αβησσύνιοι, ήταν ο «εν Αβησσυνία διαμένων Πατριάρχης ή Μητροπολίτης αυτών», όπως γράφουν. Ο Prestre Jehan ήταν θρυλικό πρόσωπο της μεσαιωνικής εκκλησιολογίας με μάλλον αόριστο τόπο διαμονής. Η περίπτωση του λατινίσαντος τελευταίου επισκόπου των Κυπρίων Αβησσυνίων, εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας της Ρώμης, τότε, να εκλατινίσει τις ανατολικές Εκκλησίες, ιδίως των χωρών που βρίσκονταν κάτω από δυτικούς κυρίαρχους, αλλά η αντίδραση του αδελφού του μαρτυρεί προφανώς και κάποια αντίδραση της ίδιας της αβησσυνιακής μειονότητος του νησιού στον εκλατινισμό. Ο Φίλιππος Β' Μοτσενίγος, τελευταίος λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1560- 1571) και «ψιλώ ονόματι» ως το θάνατό του (1577 ή 1586), τιμωρώντας τον αδελφό του επισκόπου προφανώς ενεργούσε και κατ' εντολή της βενετικής εξουσίας, όντας ο ίδιος αδελφός του δόγη Λουδοβίκου Μοτσενίγου.

 

Η «ινδική γλώσσα» που μιλούσαν στην Κύπρο με άλλες δέκα κατά τη Φράγκοκρατία, σύμφωνα με τον Lusignan, πρέπει να ήταν η νουβική και/ ή η αιθιοπική, αν δεχτούμε με τον G. Hill ότι ο όρος «Ινδιάνοι» στον Lusignan, όπως και στον Minio, σήμαινε τους Νουβούς ή τους Αιθίοπες. Είναι, όμως, απόλυτα ορθό; Αλλού ο Lusignan συγκρίνει το έθιμο των Κυπρίων Χριστιανών να προσφέρουν βρεγμένες ανθοδέσμες από μυρτιές στο βάπτισμα, με εκείνο των «Μαύρων ή Αιθιόπων». Η πολυγλωσσία στη φραγκοβενετική Κύπρο ήταν φυσικό επακόλουθο των πολλών επαφών της, αλλά η ινδική δεν φαίνεται να περιλαμβανόταν στις πολλές γλώσσες της εποχής. Φαίνεται ότι ινδική εθεωρείτο η γλώσσα των Αιθιόπων ή Αβησσυνών κατοίκων, κατ' επίδραση της μεσαιωνικής και ελληνιστικής σύγχυσης Αιθιόπων και Ινδών και της συχνής συσχέτισης και σύγκρισης Αιθιοπίας, Αιγύπτου και Ινδίας, που υπήρχε στην ελληνική σκέψη από παλιότερα. Η σύγχυση αυτή υπόκειται και στις αντιλήψεις των Ευρωπαίων για τους γύφτους - ατσίγγανους που ήλθαν από την Ινδία μέσω Περσίας - Μ. Ασίας και Μεσοποταμίας - Αιγύπτου από τον 8ο αιώνα κ.ε. προς τη Βαλκανική και την Ευρώπη. Για τους τσιγγάνους στην Κύπρο, ο Lusignan μιλά χωριστά, ονομάζοντάς τους Cinquanes ή Agariens και χαρακτηρίζοντάς τους Χριστιανούς, κλέφτες εκ φύσεως, πολύ προληπτικούς, χειρομάντεις, νεκρομάντεις κτλ . Επομένως δεν ταυτίζονται με τους Νουβούς ή Αβησσύνιους ή Ινδιάνους ή Αιθίοπες της Κύπρου, που πρέπει να ήταν Νουβοί ή/ και Αβησσύνιοι - Αιθίοπες, κατ' επέκταση η σύγχυση ονομαζόμενοι και Ινδιάνοι. Πάντως Νουβοί ή Αιθίοπες, σε μικρούς αριθμούς, βρίσκονταν στην Κύπρο από την εποχή της αιγυπτιακής κυριαρχίας (570- 546 π.Χ.), όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος και (δείχνουν ή υπαινίσσονται) το πήλινο αγαλμάτιο με αφρικανικά χαρακτηριστικά και το αιγυπτιακό σύμβολο ankh στα χέρια, από το ιερό της Αγίας Ειρήνης στην Κερύνεια και επιγραφή στην αιγυπτιακή ιερογλυφική και στην κυπριακή συλλαβική γραφή σε ορειχάλκινο αφιέρωμα στο ναό του Απόλλωνα στο Κούριον, καθώς και αιγυπτιακά θρησκευτικά στοιχεία στην αρχαϊκή Κύπρο και πολλά πλαστικά έργα του κυπροαιγυπτιάζοντος ρυθμού της αρχαϊκής περιόδου, (οπότε αναπτύχθηκαν στενές σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, ιδίως της Αμαθούντας και της ελληνικής αποικίας της Ναυκράτιδος). Θυμίζουμε ότι από το 730 ώς το 664 π.Χ., την Αίγυπτο κυβερνούσε η νουβική ή αιθιοπική δυναστεία, που συγκρούστηκε με τους Ασσύριους, των οποίων οι στόλοι είχαν και κυπριακά πληρώματα και ότι Κύπριοι ήταν ανάμεσα στους Έλληνες μισθοφόρους που πολέμησαν με τον Αιγύπτιο φαραώ Ψαμμήτιχο Β' (595- 581 π.Χ.) εναντίον των Νουβών. Αργότερα, στ' αλεξανδρινά χρόνια, υπήρξαν πάλι επαφές Κύπρου - Αιγύπτου, κυρίως μέσω υπαλλήλων των Πτολεμαίων που στέλνονταν για τη διοίκηση και την άμυνα. Στα χριστιανικά και βυζαντινά χρόνια Αιγυπτιώτες, Έλληνες και Ανατολίτες ασκητές, προσκυνητές, μοναχοί και έμποροι περνούσαν ή έμεναν στην Κύπρο και κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών (649 -963/4 μ.Χ.), κάποιος αριθμός Αράβων, κυρίως, όμως, από τη Συρία, εγκαταστάθηκαν ή περνούσαν από την Κύπρο, όπου άφησαν και επιγραφές. Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Λουζινιανούς (1192 μ.Χ.), ανάμεσα στους εποίκους που ήλθαν με πρόσκληση του Γουίδου για να θεμελιώσουν το καθεστώς, ήταν Σύροι, Αρμένιοι και άλλοι Ανατολίτες˙ μεταξύ τους μπορεί να ήταν και μερικοί «Αιθίοπες». Το πιο πιθανό είναι ότι απ' όλους αυτούς, λίγα ή καθόλου ίχνη δεν είχαν μείνει ως τον καιρό του Estienne de Lusignan, ο οποίος προφανώς μιλά κυρίως για εμπόρους Αιθίοπες, που είχαν εγκατασταθεί στο νησί κατά τη Λατινοκρατία. Αυτό γίνεται πιο πιθανό από την ύπαρξη (καθεδρικού;) ναού των «Αιθιόπων» αυτών στη Λευκωσία, όπως συνέβαινε με όλες τις τότε ξένες εμπορικές κοινότητες που ζούσαν στην Κύπρο.

 

Είναι άγνωστη η τύχη των Αιθιόπων αυτών επί Τουρκοκρατίας (1570- 1878). Το πιο πιθανό είναι ότι μετανάστευσαν ή αφομοιώθηκαν από την ελληνική πλειοψηφία της Κύπρου, ίσως και από τη μειονότητα των «Αράβων» Χριστιανών που συναντώνται στα κατάστιχα της αρχιεπισκοπής και των μητροπόλεων, κυρίως του 18ου και του 19ου αιώνα.