Κύπριος κληρικός, καθηγητής και λόγιος του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο χωριό Λεμίθου το 1837 και πέθανε στην Παλαιστίνη το 1907. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χαράλαμπος. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στον Πρόδρομο από τον παπα - Μάρκο (πατέρα του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυρίλλου Β΄ που ήταν θείος της μητέρας του). Κατά το 1845 πήγε στα Ιεροσόλυμα, με φροντίδα του επισκόπου Πέτρας Μελετίου που ήταν επίσης συγγενής του και παρακολούθησε μαθήματα στη νεοϊδρυθείσα Θεολογική Σχολή του Σταυρού. Αργότερα εστάλη και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία κι αποφοίτησε το 1860. Τον ίδιο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος και πήρε το όνομα Επιφάνιος.
Μετά την αποφοίτησή του επανήλθε στα Ιεροσόλυμα όπου το 1861 διορίστηκε καθηγητής της ερμηνευτικής στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού. Αφού υπηρέτησε στη θέση αυτή για τρία χρόνια, στη συνέχεια αναχώρησε για ευρύτερες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Πήγε, κατά τα επόμενα χρόνια, στην Αθήνα, στο Στρασβούργο, στη Βιέννη, στη Χαϊδελβέργη και στην Πετρούπολη (Λένινγκραντ). Ταυτόχρονα προς τις σπουδές του στη θεολογία και φιλοσοφία, έμαθε και πολλές γλώσσες (λατινικά, εβραϊκά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά).
Στα Ιεροσόλυμα επέστρεψε και πάλι το 1868, οπότε εργάστηκε ξανά ως καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού, διδάσκοντας εκκλησιαστικό δίκαιο, δογματική θεολογία και ερμηνευτική.
Το 1872 προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη του πατριαρχείου Ιεροσολύμων και κατέστη συνοδικό μέλος του. Το 1874 ανέλαβε τη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού αλλά στη θέση αυτή παρέμεινε για ένα χρόνο μόνο. Στη συνέχεια παραιτήθηκε για ν’ αναλάβει διοικητικές υπηρεσίες του Παναγίου Τάφου. Στο πλαίσιο της νέας εργασίας του, του ανετέθη εκκλησιαστική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη το 1877. Στις 18 Ιανουαρίου του 1881 προήχθη από τον πατριάρχη Ιερόθεο σε αρχιεπίσκοπο, καταλαμβάνοντας την έδρα της αρχιεπισκοπής Ιορδάνου. Στο αξίωμα αυτό υπηρέτησε μέχρι τον θάνατό του.
Τον Αύγουστο του 1883 πήγε στη Ρωσία επικεφαλής εκκλησιαστικής αποστολής. Πρόσφερε επίσης πολλές υπηρεσίες στο Κοινόν του Παναγίου Τάφου και, μεταξύ άλλων, διετέλεσε πρόεδρος του εκεί εκκλησιαστικού δικαστηρίου και της σχολικής εφορείας, πρόεδρος της σχολικής εφορείας της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού και επίτιμος διευθυντής της. Επίσης πρόεδρος της ελεγκτικής επιτροπής και της επιτροπής δανείων της Αγιοταφικής Αδελφότητος. Τέλος, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός τον διόρισε πατριαρχικό επίτροπο.
Ο Επιφάνιος Ματτέος εργάστηκε με ζήλο για την προώθηση της ελληνικής παιδείας στους Αγίους Τόπους. Επίσης, ύστερα από πολύχρονο αγώνα, εξαιτίας αντιδράσεων των Λατίνων, ίδρυσε και ανήγειρε έναντι μεγάλης δαπάνης το σταυροπηγιακό μοναστήρι της Αναλήψεως στη Μικρή Γαλιλαία, επί του Όρους των Ελαιών.
Έγραψε διάφορα συγγράμματα που παρέμειναν ανέκδοτα. Μετέφρασε επίσης από τη ρωσική λόγους του μητροπολίτη Μόσχας Φιλαρέτου, που εξεδόθησαν το 1906. Τιμήθηκε με παράσημα από τη Ρωσία και την Τουρκία.