Maena smaris, (Linnaeus, 1758). Μικρό ψάρι που ανήκει στην οικογένεια των Μαινιδών (Maenidae). Αγγλική ονομασία: Picarel. Πολύ κοινή στις κυπριακές θάλασσες. Το συνηθισμένο μήκος της είναι 14 εκ., φθάνει όμως και τα 20 εκ. περίπου. Έχει μακρουλό σώμα με μικρά λέπια, μυτερό ρύγχος, μικρό κεφάλι, μικρό στόμα, και ένα μεγάλο ραχιαίο πτερύγιο που αρχίζει με μυτερά αγκάθια και καταλήγει σε μαλακές ακτίνες. Η ουρά είναι διχαλωτή. Το χρώμα της είναι κυρίως γκριζοκαφέ. Κάτω από την πλάγια γραμμή, στο μέσο του σώματός της, διακρίνεται ένα ορθογώνιο μαύρο σημάδι. Ζει σε μεγάλα κοπάδια, σε σχετικά ξέβαθα νερά, σε λασπώδεις και αμμώδεις βυθούς, καθώς και σε φυκιάδες. Τρέφεται με πλαγκτόν και με μικρά μαλάκια. Το κρέας της, που είναι νόστιμο, ιδιαίτερα δε τον χειμώνα, τρώγεται τηγανητό. Ψαρεύεται κυρίως με τράτες καθώς και με δίχτυα. Σε κάποιο στάδιο της ζωής της και ειδικά κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, τα ενήλικα είδη αλλάζουν φύλο και γίνονται αρσενικά, οπότε αποκτούν μεταξύ των ματιών ένα πρασινομπλέ σημάδι και μπλε λωρίδες κατά μήκος του σώματός τους. Οι αρσενικές μαρίδες είναι γνωστές μεταξύ των ψαράδων κυρίως με το όνομα γαμιάδες*.
Η μαρίδα έχει τεράστια οικονομική σημασία για τους Κυπρίους ψαράδες που ψαρεύουν με τράτα, αποτελεί δε περίπου το 60%-65% της συνολικής παραγωγής κάθε αλιευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα αποτελεί και δημοφιλή τροφή για το πλατύ κοινό, επειδή αφενός διατίθεται εύκολα και σε μεγάλες ποσότητες στις ψαραγορές, αφετέρου δε οι τιμές πώλησής της είναι χαμηλές. Όσον αφορά τις ψαρόβαρκες, ασχολούνται με το ψάρεμα της μαρίδας κυρίως κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, όταν εμφανισθούν οι γαμιάδες που είναι πιο μεγαλόσωμες μαρίδες και πιάνονται στα δίχτυα, ιδιαίτερα δε στα μισινέτινα*. Οι ποσότητες μαρίδας που ψαρεύονται από τις ψαρόβαρκες αποτελούν το 12% περίπου της συνολικής ετήσιας παραγωγής τους.
Η μαρίδα έχει καταπληκτική ομοιότητα με ένα άλλο είδος μαρίδας που είναι γνωστή με το όνομα αμερικάνα*, ξεχωρίζει όμως από το σκούρο ορθογώνιο σημάδι που δεν έχει η αμερικάνα, η οποία διαφέρει και στη γεύση. Συγχέεται επίσης με τις μικρόσωμες γόππες* που δεν έχουν επίσης το σκούρο σημάδι, καθώς και με την τσέρουλλα*. Παρόλο ότι η τσέρουλλα έχει το σκούρο ορθογώνιο σημάδι στο σώμα της, μπορεί κάπως να αναγνωρισθεί από το ελαφρά πιεσμένο στα πλευρά σώμα της και τον ελαφρά πιο ανοικτό χρωματισμό της.